Ο Σύνδεσμος Βιομηχανιών Θεσσαλίας & Κεντρικής Ελλάδος απηύθυνε Υπόμνημα προς την Υπουργό Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης & Κοινωνικής Αλληλεγγύης, κα Έφη Αχτσιόγλου, αναφορικά με τις υπό διαμόρφωση διατάξεις της εργατικής και ασφαλιστικής νομοθεσίας, στα πλαίσια του σχεδίου νόμου «Ασφαλιστικές και συνταξιοδοτικές ρυθμίσεις. Αντιμετώπιση της αδήλωτης εργασίας»
Ειδικότερα στην επιστολή του ο Σύνδεσμος αναφέρει τα εξής:
Η ενίσχυση του φαινομένου της αδήλωτης, ανασφάλιστης εργασίας ή της μερικώς δηλωνόμενης και υποασφαλιζόμενης εργασίας, σε ένα πολύ μεγάλο βαθμό οφείλεται στο ύψος του έμμεσου μισθολογικού κόστους.
Τα εξαντλητικά πρόστιμα που διατηρούνται, ως προς το αρχικό ύψος αυτών, δεν μπορούν να αντισταθμιστούν με τις προβλεπόμενες μειώσεις, μετά τη «συμμόρφωση» των επιχειρήσεων, όταν η βασική και κύρια αιτία είναι το υψηλότατο και μη ανταγωνιστικό μη μισθολογικό κόστος, με το οποίο επιβαρύνονται, οι επιχειρήσεις αλλά και οι εργαζόμενοι, από τους οποίους στερούνται πόροι και εισοδήματα.
Η επιβολή υπερβολικών κυρώσεων και προστίμων δεν αντισταθμίζει την «παραβατικότητα», η οποία διαπιστώνεται σε συγκεκριμένες επαγγελματικές δραστηριότητες, που αντιμετωπίζουν την πιεστική ανάγκη επιβίωσης τους, αλλά, ως μέτρα, αναγγέλλονται και εφαρμόζονται συλλήβδην στο σύνολο της επιχειρηματικότητας.
Για πολλοστή φορά ο Σύνδεσμος επαναλαμβάνει με έμφαση, ότι η υπερφορολόγηση της εργασίας, μόνο αρνητικές συνέπειες θα προκαλεί καθώς διατηρούνται σε ισχύ ανισόρροπες αναλογίες στη σχέση εισφορών – παροχών και η κάθε προσπάθεια μεταρρύθμισης του ασφαλιστικού συστήματος ενισχύει αυτή την δυσανάλογη σχέση, με πρόσθετες επιβαρύνσεις στο έμμεσο μισθολογικό κόστος, το οποίο σε ένα μεγάλο ποσοστό, χρηματοδοτεί την κοινωνική προστασία αλλά επιβαρύνει υπέρμετρα το κόστος παραγωγής.
Κλείνοντας την επιστολή του ο Σύνδεσμος εξέφρασε τη βεβαιότητα ότι το ζήτημα των τόσο υψηλών και πιεστικών επιβαρύνσεων, θα εξεταστεί με την δέουσα προσοχή και θα αντιμετωπιστεί στη βάση του, λαμβάνοντας τις βέλτιστες αποφάσεις.
Ειδικότερα στην επιστολή του ο Σύνδεσμος αναφέρει τα εξής:
Η ενίσχυση του φαινομένου της αδήλωτης, ανασφάλιστης εργασίας ή της μερικώς δηλωνόμενης και υποασφαλιζόμενης εργασίας, σε ένα πολύ μεγάλο βαθμό οφείλεται στο ύψος του έμμεσου μισθολογικού κόστους.
Τα εξαντλητικά πρόστιμα που διατηρούνται, ως προς το αρχικό ύψος αυτών, δεν μπορούν να αντισταθμιστούν με τις προβλεπόμενες μειώσεις, μετά τη «συμμόρφωση» των επιχειρήσεων, όταν η βασική και κύρια αιτία είναι το υψηλότατο και μη ανταγωνιστικό μη μισθολογικό κόστος, με το οποίο επιβαρύνονται, οι επιχειρήσεις αλλά και οι εργαζόμενοι, από τους οποίους στερούνται πόροι και εισοδήματα.
Η επιβολή υπερβολικών κυρώσεων και προστίμων δεν αντισταθμίζει την «παραβατικότητα», η οποία διαπιστώνεται σε συγκεκριμένες επαγγελματικές δραστηριότητες, που αντιμετωπίζουν την πιεστική ανάγκη επιβίωσης τους, αλλά, ως μέτρα, αναγγέλλονται και εφαρμόζονται συλλήβδην στο σύνολο της επιχειρηματικότητας.
Για πολλοστή φορά ο Σύνδεσμος επαναλαμβάνει με έμφαση, ότι η υπερφορολόγηση της εργασίας, μόνο αρνητικές συνέπειες θα προκαλεί καθώς διατηρούνται σε ισχύ ανισόρροπες αναλογίες στη σχέση εισφορών – παροχών και η κάθε προσπάθεια μεταρρύθμισης του ασφαλιστικού συστήματος ενισχύει αυτή την δυσανάλογη σχέση, με πρόσθετες επιβαρύνσεις στο έμμεσο μισθολογικό κόστος, το οποίο σε ένα μεγάλο ποσοστό, χρηματοδοτεί την κοινωνική προστασία αλλά επιβαρύνει υπέρμετρα το κόστος παραγωγής.
Κλείνοντας την επιστολή του ο Σύνδεσμος εξέφρασε τη βεβαιότητα ότι το ζήτημα των τόσο υψηλών και πιεστικών επιβαρύνσεων, θα εξεταστεί με την δέουσα προσοχή και θα αντιμετωπιστεί στη βάση του, λαμβάνοντας τις βέλτιστες αποφάσεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου