Άρθρο
του Σπύρου Βαζούρα*
Ζούμε
στον αστερισμό του τρίτου Μνημονίου και την εφαρμογή μιας πολιτικής που έχει
οδηγήσει την Πατρίδα και την Κοινωνία σε οριακές συνθήκες: δανειακές συμβάσεις
με όρους εθνο-αποικιακής εξάρτησης, ραγδαία υποχώρηση του βιοτικού επιπέδου της
μισθωτής εργασίας, ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων, απορρύθμιση του
κοινωνικού κράτους, διεύρυνση κοινωνικών ανισοτήτων, αύξηση ανεργίας και
φτώχειας, δημιουργία κυμάτων νεόπτωχων και αστέγων, αύξηση αυτοκτονιών, ατομική
και συλλογική κατάθλιψη κ.α.Για τα αίτια
της κρίσης, τόσο στην «εσωτερική» όσο και στην «εξωτερική» εκδοχή της, πολλά
έχουν ειπωθεί και πολύ μελάνι έχει χυθεί. Οι αναλύσεις και οι συζητήσεις για την
εσωτερική πλευρά της κρίσης οδηγούν σε διαπιστώσεις με κοινό παρανομαστή: μια
ιδιότυπη συμμαχία τραπεζιτών, χρηματιστών, κρατικοδίαιτων επιχειρηματιών,
φοροφυγάδων, golden boys και διεφθαρμένου πολιτικού προσωπικού ιδιοποιήθηκαν –
επί πολλά έτη- άμεσα ή έμμεσα, συγκαλυμμένα ή απροκάλυπτα το δημόσιο πλούτο.
Την ίδια περίοδο η πολιτική ελίτ της χώρας, δίνοντας κάλυψη αλλά και
εξασφαλίζοντας ανοχή στη λεηλασία αυτή, παρείχε ένα παροδικό επίπλαστο
αντικατοπτρισμό γενικευμένης ευημερίας σε υπολογίσιμες διαστρωματώσεις της
ελληνικής κοινωνίας. Παράλληλα, τα ιδιο-χαρακτηριστικά του ελληνικού μοντέλου
ανάπτυξης και παραγωγής, το πελατειακό σύστημα πολιτικής διακυβέρνησης, οι
συντεχνιακές αντιλήψεις, οι παθογένειες του μεταπολιτευτικού κύκλου κ.α. έχουν
το δικό τους μερίδιο συμμετοχής. Όμως, το «μορφωτικό» έλλειμμα της πολιτικής ελίτ
της χώρας που αποτέλεσε τον καταλύτη της εσωτερικής εκδοχής της κρίσης είναι το
ίδιο που οδήγησε την ελληνική κυβέρνηση η οποία κλήθηκε να διαχειριστεί την
έκρηξη της ελληνικής κρίσης το 2010 σε αδυναμία κατανόησης της φύσης της. Δεν
κατάφερε να αντιληφθεί ότι η ελληνική κρίση δεν ήταν παρά μια παραφυάδα της
ευρωπαϊκής και διεθνούς κρίσης. Πολύ περισσότερο,
όταν επέλεγε τον πιο ακατάλληλο τρόπο που θα μπορούσε για την αντιμετώπιση της κρίσης αυτής, εγκλωβίζοντας
την πορεία της χώρας σε μια διαδικασία ανατροφοδότησης της ύφεσης. Θεμελιακό
παράγοντα στην κρίση των οικονομιών της νότιας ευρωζώνης (Ελλάδα, Ισπανία,
Πορτογαλία, Ιταλία, Κύπρος) και όχι μόνο (Ιρλανδία), αποτελεί η στάση της
ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας και οι στρατηγικές της επιλογές μετά την πτώση του
Τείχους και την κατάρρευση του σοβιετικού μοντέλου ανάπτυξης.Ο
κεντρικός πυρήνας της Σοσιαλδημοκρατίας περιέχει την θέση ότι το καπιταλιστικό
σύστημα είναι ένα – ενδογενώς - προβληματικό σύστημα που στηρίζεται στην
ελευθερία των βασικών αγορών του
χρήματος, της εργασίας και των ακινήτων. Δημιουργεί ενδογενείς κρίσεις όταν
αφεθεί ανεξέλεγκτο προς κερδοσκοπία π.χ. η διάθεση χρήματος από τις τράπεζες, η
εργασία αντιμετωπίζεται ως εμπόρευμα, η στέγη και η γη χτίζουν
χρηματο-οικονομικές πυραμίδες κ.α. Αποτέλεσμα των ενδογενών κρίσεων είναι οι περίοδοι
αυξημένης ανεργίας, φτώχειας, όξυνσης κοινωνικών ανισοτήτων.Με
κεντρική επιλογή την χρήση των αστικο-δημοκρατικών θεσμών (εκλογές, κοινοβούλιο,
κυβέρνηση) για τη πολιτική της δράση, η Σοσιαλδημοκρατία αναλαμβάνει την
διακυβέρνηση με στόχευση την επιβολή κανόνων και ελέγχου ώστε να σταθεροποιήσει το οικονομικό σύστημα και
ιδίως τις αγορές του χρήματος, της
εργασίας και των ακινήτων, να «εξισορροπήσει» την κοινωνία, να φορολογήσει το
κεφάλαιο για την δημιουργία και την χρηματοδότηση ενός ισχυρού δημόσιου προστατευτικού
δικτύου υγείας, πρόνοιας, περίθαλψης, παιδείας, ασφάλισης για τις ασθενέστερες
τάξεις.Στην
μεταπολεμική περίοδο, όπου η Σοσιαλδημοκρατία κυβέρνησε (π.χ. Αυστρία,
Γερμανία, Βρετανία, Σκανδιναβικές χώρες), κατάφερε εφαρμόζοντας μια πολιτική
αναδιανομής του πλούτου και περιορισμού των τριών προβληματικών αγορών χρήματος
– εργασίας - ακινήτων να δημιουργήσει αυτό που ονομάσθηκε Κοινωνικό Κράτος.
Αποκτώντας την ιδεολογική ηγεμονία κατάφερε να κάνει ευρύτερα αποδεκτό το
σοσιαλδημοκρατικό πλαίσιο. Έχοντας την εμπειρία του κραχ του 1929 και
υιοθετώντας περιοριστικούς όρους στις τράπεζες για να μην δημιουργούν
παγκόσμιες «φούσκες», με αναθεωρήσεις και προσαρμογές, αξιοποιώντας το αντίπαλο
σοβιετικό δέος, η Σοσιαλδημοκρατία
αντιμετώπισε με επιτυχία επιμέρους κρίσεις και διατήρησε την ιδεολογική και
πολιτική ηγεμονία μέχρι και την δεκαετία του 1980. Η σταδιακή ανάκαμψη του
νεοφιλελευθερισμού (Βρετανία, ΗΠΑ) αλλά πολύ περισσότερο η κατάρρευση του
«υπαρκτού σοσιαλισμού» και του σοβιετικού μοντέλου ανάπτυξης οδήγησαν τη
Σοσιαλδημοκρατία σε δύσκολη θέση μπροστά σε κρίσιμες επιλογές στρατηγικού
χαρακτήρα.Στη φάση
των κρίσιμων ιστορικών επιλογών (δεκαετίες 1990-2000) η Σοσιαλδημοκρατία στάθηκε άτυχη αφού δεν είχε
στην ηγετική της πολιτική εκπροσώπηση πρόσωπα ισχυρής ακτινοβολίας άλλων εποχών
π.χ. Μπραντ (Γερμανία), Πάλμε (Σουηδία), Μιτεράν (Γαλλία), Αν. Παπανδρέου (Ελλάς).Οι
σοσιαλδημοκράτες επιλέγουν τότε μια συμμαχία με το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο
και βέβαια τις καλές προσωπικές σχέσεις με τους τραπεζίτες και τους
χρηματιστές. Προσβλέπουν στους ποταμούς χρήματος που «δημιουργούν» οι τράπεζες
και το χρηματοπιστωτικό σύστημα γενικότερα, μετά την σταδιακή του απελευθέρωση
από τα δεσμά του κράτους, για να χρηματοδοτήσουν το κράτος πρόνοιας, το πολιτικό
τους πρόταγμα. Έτσι, όμως, αφήνουν ανεξέλεγκτους βαθμούς ελευθερίας στις
αγορές. Η ιδεολογική και πολιτική αυτή υποχώρηση υλοποιείται από τους
Εργατικούς του Μπλερ στη Βρετανία, το SPD του
Σρέντερ στη Γερμανία, το ΠΑΣΟΚ του Σημίτη στην Ελλάδα, το Ισπανικό PSOE και την Ιταλική κεντροαριστερά. Στις περισσότερες
περιπτώσεις οι σοσιαλδημοκράτες μετατρέπονται, ανιστόρητα, σε πρωτοπόρους
του νεοφιλελευθερισμού και της
παγκοσμιοποίησης των αγορών.
Με τις επιλογές αυτές, οι σοσιαλδημοκράτες
απώλεσαν την γνώση από την ιστορική
εμπειρία της ίδιας της Σοσιαλδημοκρατίας ό,τι οι αγορές χρήματος – εργασίας - ακινήτων,
αν αφεθούν ελεύθερες δημιουργούν οικονομικές κρίσεις και κοινωνική βαρβαρότητα.
Στο βωμό των καλών σχέσεων με τους ανθρώπους των χρηματαγορών και του
χρηματοπιστωτικού συστήματος αποτέλεσαν το πιο ισχυρό πολιτικό μοχλό της νεοφιλελεύθερης παλινόρθωσης. Έχοντας απωλέσει το ηθικό και πολιτικό
πλεονέκτημα που τους έδινε η Ιστορία κατάφεραν να χάσουν και την εμπιστοσύνη
των δυνάμεων της εργασίας και των αδύναμων κοινωνικών στρωμάτων.Επιπλέον, δημιουργήθηκε μια γενιά πολιτικής ελίτ απομακρυσμένης από τις
κοινωνικές αναφορές και τα βιώματα της Σοσιαλδημοκρατίας,
απο-ιδεολογικοποιημένης, μορφωτικά και πολιτικά φτωχής. Στην
Ελλάδα είναι η περίοδος όπου η εκσυγχρονιστική μετάλλαξη του ΠΑΣΟΚ έρχεται σε
βαθιά ρήξη με τον πατριωτικό και κοινωνικό χαρακτήρα του. Είναι η περίοδος των
Ιμίων, της υπόθεσης Οτσαλάν, του Χρηματιστηρίου, του σχεδίου Ανάν για την
Κύπρο, των Ολυμπιακών Αγώνων. Μια σύγχρονη, γνήσια σοσιαλδημοκρατική πρόταση σε ευρωπαϊκό επίπεδο -
και στην ελληνική περίπτωση, βέβαια - είναι
απαραίτητη. Θα μπορέσει να ανταποκριθεί στα νέα πολιτικά, κοινωνικά και
γεω-οικονομικά δεδομένα, μόνο στο βαθμό που θα οριοθετήσει αυτοκριτικά την
διαδρομή της τελευταίας 20ετίας και θα αποκρυσταλλώσει τις νέες πολιτικές της
αναφορές με έμπνευση και συνέπεια σε μια Κοινωνία Δικαιοσύνης και Αλληλεγγύης.Είναι κάτι που οι συνθήκες το επιβάλλουν, οι κοινωνίες το επιζητούν, ο
πλούτος της πολιτικής παρακαταθήκης της Σοσιαλδημοκρατίας
το καθιστά εφικτό αρκεί τα πολιτικά υποκείμενα (κόμματα, συνδικάτα, ηγεσίες) να
το τολμήσουν με ειλικρίνεια. *Ο Σπύρος Βαζούρας είναι Εκπαιδευτικός, Αντιπρόεδρος Δ.Σ. της Ένωσης Λειτουργών Μέσης
Εκπαίδευσης (ΕΛΜΕ) Βοιωτίας.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου