Παρασκευή 7 Δεκεμβρίου 2018

Στον ορίζοντα προβάλλει η διαπλοκή του ενός - Η σκέψη πεθαίνει, όχι ο τύπος


 Του Μανώλη Κοττάκη*

'Εργάζομαι επαγγελματικά από το 1989. Τότε που στην Ελλάδα σημειώθηκε
 η άνοιξη της ενημέρωσης. Τότε που γκρεμίστηκε το κρατικό μονοπώλιο
 στην ενημέρωση τόσο στο ραδιόφωνο όσο και στην τηλεόραση.
Τότε που πιστέψαμε σε μια νέα εποχή .
Πολύ γρήγορα αποφάσισα ότι για να είσαι ανταγωνιστικός σε αυτό το επάγγελμα πρέπει να παίζεις σε όλες τις θέσεις.
Πρέπει να ξέρεις να αναμετριέσαι και με τον υπολογιστή για να γράφεις κείμενα, και με το μικρόφωνο για να μιλάς σε ακροατές αλλά και να στέκεσαι μπροστά στα φώτα της κάμερας για να λeς τα νέα.
Ωστόσο πρέπει να σας ομολογήσω ότι είμαι οπαδός του χαρτιού.
Στα ελληνικά ''εφημεριδάς ''.

Αγαπώ την μυρωδιά του χαρτιού, με συναρπάζουν τα ξενύχτια για την προετοιμασία της έκδοσης- αυτού που γεννιέται - κυρίως όμως με γοητεύει πως η εφημερίδα σε αντίθεση με το διαδίκτυο και τα ηλεκτρονικά μέσα είναι ένα συλλογικό προιόν.
Από το 1989 που είμαι στις εφημερίδες δεν έχω σταματήσει να γοητεύομαι από την μάχη που δίδεται κάθε βράδυ στις συσκέψεις που έχουμε για τις λέξεις που θα τοποθετήσουμε στο πρωτοσέλιδο μας.
Μα και για τα θέματα που θα ιεραρχήσουμε να προβάλλουμε.
Μα προπάντων αγαπώ την εφημερίδα επειδή παράγει συναισθήματα και σε βάζει σε διαδικασία να σκεφτείς.
Αγαπώ την εφημερίδα γιατί μπορεί να τρυπώσει στον χαρτοφύλακα του καθενός μας, να μείνει εκεί και να γίνει κτήμα του ανά πάσα στιγμή της μέρας. Είναι περίεργο αλλά στην εποχή της ταχύτητας εγώ πιστεύω πως χρειαζόμαστε να επιβραδύνουμε τον χρόνο για να σκεφτούμε.
Χρειαζόμαστε εφημερίδες να τις αγαπάμε, να τις μισούμε, να τους κάνουμε ''σκηνές'' , να τις πετάμε θυμωμένοι πάνω στο γραφείο όταν διαφωνούμε αλλά στο τέλος της ημέρας με καθαρό μυαλό να γυρίζουμε πάντα σε αυτές.
Στην μεγάλη αγκαλιά τους.
Αγαπώ τέλος την εφημερίδα γιατί μόνο αυτές κάνουν αποκαλύψεις και παράγουν πολιτικές εξελίξεις. Γι αυτό και σήμερα στο ελληνικό διαδίκτυο η στήλη με την μεγαλύτερη αναγνωσιμότητα είναι τα
πρωτοσέλιδα των εφημερίδων. Ακόμη και στην παρακμή μας εμείς δείχνουμε που πάει το πράγμα . Ο Θεός το θέλησε να διευθύνω από το 2017 την αρχαιότερη εφημερίδα της χώρας .
Ονομάζεται '' Εστία '' και κυκλοφορεί τρεις αιώνες τώρα, απο το 1876 . Την ονομάζω χαιδευτικά εθνική μαμά γιατί τα έζησε όλα : Ανεξαρτησίες, πολέμους , κινήματα, διχασμούς, εμφύλιους, δικτατορίες, ακρωτηριασμούς, δημοκρατίες , ακμή , παρακμή.
Στα δύο χρόνια της θητείας μου κάθε βράδυ όταν τελειώνω την δουλειά και μπαίνω στο αυτοκίνητο μου απευθύνω στον εαυτό μου πάντα την ίδια ερώτηση , ακόμη και τις μέρεςόταν έχουμε αυξήσει την κυκλοφορία μας:
Γιατί δεν αρέσουμε; Είναι μια ερώτηση που έκανε κάποτε η Μελίνα Μερκούρη για το κόμμα της . Γιατί πεθαίνουν οι εφημερίδες;
Νομίζω ότι έχω τις απαντήσεις. Στην περίπτωση μας πρέπει να κινηθώ σε δύο άξονες. Στην ευθύνη ημών των δημοσιογράφων και στην ευθύνη της πολιτείας. Στην Ελλάδα μια χώρα όπου οι νέοι δηλώνουν ότι εμπιστεύονται περισσότερο από τους δημοσιογράφους και τους πολιτικούς τους φίλους τους στο facebook και γνωστούς καλλιτέχνες του ρόκ εμείς είμαστε υποχρεωμένοι να ψάχνουμε γιατί μας αμφισβητούν τόσο.
Θεωρώ καταρχάς ότι δεν πεθαίνουν οι εφημερίδες.
Η σκέψη πεθαίνει . Αρνούμαστε να σκεφτούμε.
Οι λέξεις μας και οι σκέψεις μας δεν παράγουν ούτε συναισθήματα ούτε επιχειρήματα . Πεθαίνει η σκέψη γιατί δεν αγαπάμε την γλώσσα μας.
Μιλούμε με τρόπο που δεν συναρπάζει, που δεν συνεπαίρνει, που δεν εμπνέει. Δεν το ''ταξιδεύουμε'' το κοινό μας .
Μιλάμε επιθετικά, κοφτά, καταγγελτικά , σαν εισαγγελείς, με 300 λέξεις το πολύ έκαστος . Πεθαίνει η σκέψη γιατί δεν μας αρέσει το ρεπορτάζ. Ένα τηλέφωνο από το γραφείο, ένα copy paste από το ίντερνετ, μια γραπτή δήλωση και ιδού το θέμα . Ούτε τις συνεντεύξεις δεν κάνουμε ορισμένοι προφορικά . Προσωπικά μου αρέσει να πηγαίνω σε καφενεία- στην Ελλάδα παράγεται πολιτική και στα καφενεία- και να στήνω αυτί να ακούω τι λέει ο κόσμος. Αν μπορούσαμε να επιβιβαστούμε σε ένα μαγικό χαλί και να πετάμε πάνω από τις παρέες στα καφενεία και τις ταβέρνες για να ακούμε τι λέει ο κόσμος για εμάς θα είχαμε αποφύγει πολλά μεγάλα λάθη .
Πεθαίνει η σκέψη γιατί ο κόσμος πολλές φορές δεν αναγνωρίζει τον εαυτό του στις λέξεις μας. Πολλές φορές μιλάμε με την αγωνία να γινόμαστε αρεστοί στους λίγους και στους ισχυρούς. Μα ποτέ ποτέ δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η θέση μας είναι πάντα εκεί ,απέναντι : Με τους πολλούς. Την κοινή γνώμη είμαστε ταγμένοι να υπηρετούμε, όχι τις ξιπασμένες ελίτ και τις αναιδείς ολιγαρχίες. Πεθαίνει η σκέψη γιατί στους καλούς καιρούς αρνηθήκαμε να μελετήσουμε το νέο τοπίο που έφερε το διαδίκτυο για να προσαρμοστούμε σε αυτό. Δεν υποτιμώ το διαδίκτυο. Το θεωρώ σύμμαχο μας , μας εξασφαλίζει απεριόριστη πρόσβαση στα δεδομένα. Δεν το θεωρώ όμως καταλύτη, δεν δίνει κίνηση στην ιστορία . Πεθαίνει η σκέψη γιατί δεν καταφέραμε να νικήσουμε την ταχύτητα το μεγάλο πλεονέκτημα του διαδικτύου.
Η ταχύτητα έχει την δύναμη της αμεσότητας αλλά ακυρώνει την ιεράρχηση των θεμάτων και καταργεί την εμβάθυνση. Η ταχύτητα ευνοεί την επιφάνεια, είναι φίλος της ρηχής προσέγγισης. Οι ειδήσεις τρέχουν ταχύτατα μπροστά μας με την ίδια ταχύτητα που περνούν κατά δεκάδες τα φανάρια μιας μεγάλης λεωφόρου τα αυτοκίνητα. Πως να ξεχωρίσεις το σημαντικό και πως το ασήμαντο για την ζωή σου όταν όλα τα αυτοκίνητα , τζάγκουαρ και τσίνκουετσέντο μοιάζουν ίδια ;
Όταν η ροή ειδήσεων τα φέρνει έτσι ώστε την μια στιγμή να περνά το φανάρι της ειδησεογραφίας το βίντεο με τις δηλώσεις της ερωμένης τουΤραμπ για το πόσο χαρισματικός είναι ή δεν είναι στον έρωτα και στο επόμενο δευτερόλεπτο περνά το φανάρι η είδηση για την αύξηση του επιτοκίου των ιταλικών ομολόγων ;
Μπορείς να καταλάβεις τον κίνδυνο για την τσέπη σου μεταξύ ερωτικών εξομολογήσεων μιας σταρ και των αντιδράσεων του Λευκού Οίκου; Έχεις μυαλό ή ζαλίζεσαι;
Στην παλιά εποχή, την ευθύνη αυτή, να αποφασίζουμε , να ιεραρχούμε , να υποδεικνύουμε τι είναι σημαντικό για την ζωή του αναγνώστη μας και τι είναι μονόστηλο την είχαμε εμείς. Την χάσαμε αυτή την ευθύνη .
Και το ωραίο είναι ότι στη νέα εποχή δεν την αναλαμβάνει κανείς.
Ωστόσο αγαπητοί φίλοι αυτό θεωρώ εγώ ότι είναι δημοσιογραφία.
Να συλλαμβάνεις το υπόγειο ρεύμα πριν γίνει τάση. Να βγαίνεις μπροστά. Να ανοίγεις δρόμους. Να έχεις απόψεις που καίνε σαν την σιγανή φωτιά.
Να δίνεις φωνή στις παρούσες μειοψηφίες που θα γίνουν αυριανές πλειοψηφίες. Να μπορείς να ενώσεις τα πολλά μικρά όνειρα των αναγνωστών σου σε ένα μεγάλο που να τους χωρά όλους.
Δημοσιογραφία πλέον δεν είναι να λες τα νέα. Τα νέα τα ξέρουν όλοι.
Εμείς στην Ελλάδα τι κάνουμε σήμερα; Οι εφημερίδες αποτυπώνουμε στις πρώτες σελίδες ό,τι είδε ο κόσμος το περασμένο βράδυ στις ειδήσεις ή και στο διαδίκτυο. Και ζητάμε και ένα ευρώ για την αντιγραφή. Πως να μην πεθάνει το χαρτί έτσι ; Εσκεμμένα σας μίλησα δια μακρόν για τις δικές μας ευθύνες διότι σπανίως το κάνουμε. Ωστόσο εκτός από το ερώτημα ποιος μπορεί να είναι δημοσιογράφος σήμερα υπάρχει και ένα ακόμη το οποίο η πολιτεία δεν έχει απαντήσει ακόμη πειστικά . Ποιος μπορεί να είναι εκδότης και ποιο το εύρος της εξουσίας του στον δημόσιο βίο; Στην πατρίδα μας ζήσαμε μια μεγάλη παρεξήγηση την προηγούμενη εικοσαετία:
Εκδότης και μιντιάρχης μπορούσε να είναι κάποιος ο οποίος μπορούσε να είχε επιχειρήσεις που είχαν έναν και μεγάλο μοναδικό πελάτη: Το κράτος.
Εκδότης και μιντιάρχης ήταν επίσης εκείνος που δεν έβαζε λεφτά στην επιχείρηση του αλλά τα δανειζόταν από τις οικονομίες των Ελλήνων στις τράπεζες χωρίς πρόθεση να τα επιστρέψει .
Και βεβαίως εκδότης και μιντιάρχης ήταν εκείνος που μπορούσε να μπαίνει στην έδρα της κυβέρνησης στο Μέγαρο Μαξίμου και όχι να συζητά με τον πρωθυπουργό αλλά να κάθεται στην καρέκλα του πρωθυπουργού. Αυτό ήταν το υπόδειγμα:
Δεν είχαμε να κάνουμε με λειτουργούς της ενημέρωσης αλλά με συγκυβερνήτες .
Συγκυβερνήτες χωρίς λαική εξουσιοδότηση.
Συγκυβερνήτες οι οποίοι υποστήριξαν μετά πάθους ίσως και με το αζημίωτο όλες τις μεγάλες αποφάσεις που οδήγησαν την χώρα στην χρεοκοπία.
Στην πραγματικότητα ορισμένα μέσα δεν ήταν μέσα ενημέρωσης αλλά σκιώδη πολιτικά κόμματα και σκιώδεις κυβερνήσεις που διόριζαν πρωθυπουργούς, Υπουργούς, Βουλευτές .
Ενώ χρέος μας είναι να στεκόμαστε τουλάχιστον στην μέση μεταξύ λαού και εξουσίας εκείνα είχαν μετακομίσει απέναντι και είχαν αναλάβει και την εξουσία, με την άδεια μάλιστα της Ευρωπαικής Ένωσης.
Έτσι γίνομαι βεβαίως ολιγάρχης και εγώ: Με πελάτη το κράτος στις επιχειρήσεις μου, με δανεικά από τις τράπεζες για την μισθοδοσία των δημοσιογράφων μου και με την εξουσία στα χέρια, ποιος τρελός λέει όχι ; Boss. Το απόλυτο αφεντικό. ΄Ετσι σφιχταγκαλιασμένη προχωρούσε η πολιτική, τα ΜΜΕ και οι τράπεζες τον καλό καιρό.
Όταν όμως προέκυψε η κρίση, η μοίρα του ενός έγινε η μοίρα όλων.
Όποιος πτώχευε πρώτος (Δημόσιο, τράπεζα, συγκροτήματα) συμπαρέσυρε τους άλλους. Κάπως έτσι διαπράχθηκε η ύβρις. Τα διαπλεκόμενα Μέσα Ενημέρωσης και ορισμένοι δημοσιογράφοι που απασχολούνταν σε αυτά
επιτέθηκαν στον λαό.
Υπεράσπισαν τράπεζες και κυβερνήσεις και απαρνήθηκαν τον λαό.
Εκεί πάνω δημιουργήθηκε ένα σχίσμα που μαζί με τα υπόλοιπα που σας περιέγραψα οδήγησε στο διαζύγιο.
Μας βλέπουν σήμερα οι Έλληνες, ναι, αλλά δεν μας ακούνε.
Μας διαβάζουν, ναι, αλλά δεν μας λαμβάνουν υποψιν.
Δεν μπορώ να μην αναγνωρίσω ότι η νέα κυβέρνηση προσπάθησε να επιτύχει εκεί που δεν τα κατάφερε η κυβέρνηση Καραμανλή το 2005 όταν η ΕΕ της αρνήθηκε να βάλει ασυμβίβαστο μεταξύ ιδιοκτήτη μέσου ΜΜΕ και εργολάβου δημοσίων έργων ή προμηθευτή του δημοσίου.
Δεν μπορώ να αρνηθώ ότι όλοι σχεδόν οι παλαιοί παίκτες μερικοί εκ των οποίων έπαιξαν ρόλο στην χρεοκοπία τέθηκαν εκτός παιχνιδιού. Ωστόσο για εμάς που εργαζόμαστε στα Μέσα υπάρχει ένα βασικό ερώτημα :
Ποιοι τους αντικατέστησαν ; Φοβάμαι πως κάποιοι που δεν είναι καλύτεροι από τους παλαιούς και η παρούσα κυβέρνηση έχει μεγάλες ευθύνες.
Οι παλαιοί τουλάχιστον διεκδικούσαν την εξουσία στο παρασκήνιο. Δεν ήταν
υποψήφιοι οι ίδιοι. Το μοντέλο να έχεις ποδοσφαιρική ομάδα και ραδιόφωνο και τηλεόραση και εφημερίδα και καράβια και να θέλεις να εκλέγεσαι και Δήμαρχος και Νομάρχης και αρχηγός κόμματος τελικά στον Βορρά και τον Νότο, στην Ανατολή και στην Δύση μόνο στην Ελλάδα συμβαίνει.
Ούτε ο Μπερλουσκόνι δεν τα έκανε αυτά !
Και βεβαίως παρατηρείται και κάτι άλλο: Οι παίκτες αντί να αυξάνονται, μειώνονται. Από την διαπλοκή των τεσσάρων - πέντε πάμε ταχέως στην διαπλοκή των δύο-τριών για να μην πω ότι στον ορίζοντα-μετά μια πενταετία- προβάλλει η διαπλοκή του ενός.
Η υπερσυγκέντρωση εξουσίας σε ένα μόνο πρόσωπο.
Αυτή είναι η μετάφραση του συνθήματος '' ξεμπερδεύουμε ''με το παλαιό;
Το μονοπώλιο του ενός;
Τούτων δοθέντων διερωτώμαι :
Πόσος χώρος υπάρχει για δημοσιογραφία όταν εκεί που κάποτε συγκρούονταν τζάκια σήμερα συγκρούονται πειρατές ;
Πειρατές που δεν έχουν κανένα συναιθηματικό δεσμό με την Ενημέρωση και τους ανθρώπους της και είναι ανά πάσα στιγμή έτοιμοι να την πετάξουν ''σαβούρα'' στην θάλασσα ;
Τουλάχιστον η παλαιά διαπλοκή ήξερε γιατί είναι στην ενημέρωση .
Είχε και λίγο συναίσθημα για τα μέσα και τους ανθρώπους τους .
Όπως έλεγε και ένας διάσημος σπορτ κάστερ '' δεν περιγράφω άλλο ''.
Δεν μας αξίζει να περιγράφουμε άλλο.
Μας αξίζει ένα νέο ρυθμιστικό πλαίσιο- το Σύνταγμα ιδανικά που προβλέπει την έκδοση εκτελεστικού νόμου - ώστε όποιος διεκδικεί να γίνει εκδότης ή μιντιάρχης να έχει ένα πτυχίο, να αγαπά τον ελληνικό πολιτισμό και τα ελληνικά γράμματα και να έχει καθαρό ποινικό μητρώο. Και αν γίνεται να αγαπά και να εμπιστεύεται τους ανθρώπους των ΜΜΕ- έχω ζήσει από κοντά πολλούς που απέτυχαν επειδή δεν μας άκουσαν- τόσο το καλύτερο .
Το ξέρω κάποιοι από εσάς μέσα σας ήδη με λέτε ρομαντικό .
Αλλά ας ρωτήσουμε και πάλι τους εαυτούς μας μέσα μας:
Πότε ο χώρος μας πήγε μπροστά μόνος με τους λογικούς;

*Ομιλία - παρέμβαση του δημοσιογράφου και διευθυντή της «εφημερίδας «ΕΣΤΙΑ» του κ. Μανώλη Κοττάκη  στο 56ο Διεθνές Συνέδριο Δημοσιογράφων που έγινε στο Αγρίνιο.

Δεν υπάρχουν σχόλια: