Συνέντευξη: Βεατρίκη Ψυχάρη
Θα μεγαλώσει με κλασική μουσική, Χατζιδάκι και Λοΐζο, αλλά πάντα θα ριγεί στο άκουσμα ενός παραδοσιακού κρητικού τραγουδιού- μεγάλη υπόθεση η ρίζα, βλέπεις. Θα μάθει πιάνο, θα ταξιδέψει στον κόσμο και δε θα σταματήσει ποτέ να ανακαλύπτει τα όρια της.
Ούσα σταθερά στο πλάι της Ελευθερίας Αρβανιτάκη, ως βασική της συνεργάτιδα εδώ και δεκαέξι χρόνια, τα πόδια της έχουν περπατήσει δρόμους πολλούς. Έχει δει πολλά, έχει ακούσει πολλά, έχει ζήσει ακόμη περισσότερα. Πριν έντεκα χρόνια θα πιάσει για πρώτη φορά το μολύβι- πάντα μολύβι, μόνο μολύβι- , θα αποφασίσει να ζωγραφίσει αυτούς τους δρόμους στο χαρτί και να δώσει στη σύγχρονη δισκογραφία ορισμένους από τους πιο ουσιωδώς γυναικείους στίχους. Μια γυναικεία γραφή με αυτή τη στόφα την ατόφια, που θέλει τη γυναίκα να βρίσκει τη δύναμη να εξομολογείται την αδυναμία της.
«Θέλει κότσια να γράψεις "μη μου τάξεις, θα ‘ναι το άκουσμα βαρύ για τη δικιά μου αντοχή"» θα της πω, δανειζόμενη το δικό της στίχο που χάρισε μαζί με άλλους στον τελευταίο δίσκο της Ε. Αρβανιτάκη σε μουσική Θ. Καραμουρατίδη και εκείνη με έκπληξη θα μου απαντήσει «Αλήθεια;». Άλλωστε, η Λήδα Ρουμάνη είναι εκείνο το χαρακτηριστικό παράδειγμα καλλιτέχνη που δε θα σου φωνάξει ποτέ θορυβωδώς αυτά που θέλει να πει. Θα στα ψιθυρίσει με φωνή σταθερή και θα σε κάνει να θες να γνωρίσεις τον κόσμο της, όπως συμβαίνει με εκείνο το θαρραλέο φωτάκι που επιμένει σθεναρά να υπάρχει μέσα στο σκοτάδι, μέχρι να το ανακαλύψεις και να φωτίζετε, πια, μαζί...
M.C: Τι σημαίνει «επάγγελμα στιχουργός»;
Λ.Ρ: Κάποιες φορές σκέφτομαι πως δεν ξέρω καν, εάν για μένα η λέξη «επάγγελμα» και η λέξη «στιχουργός» μπορούν να συνυπάρξουν στην ίδια πρόταση. Ξέρω μόνο πως είναι ο τρόπος μου για να ξεδίνω, να ελαφραίνω την ψυχή μου. Πολλές φορές σε μια παρέα είμαι παρούσα αν και εμφανώς σιωπηλή, επομένως, εκείνη που μέσα σε ένα βράδυ μπορεί να καθίσει στο γραφείο της και να γράψει όσα δεν έχει πει για καιρό. Άλλωστε, ήταν εντελώς αναπάντεχο για τα δεδομένα μου η στιχουργική μου παρουσία. Παίζοντας πιάνο από παιδί, δεν είχα σκεφτεί ποτέ πως θα μπορούσα να υπάρξω ως δημιουργός με κάποιον άλλο τρόπο πέραν της σύνθεσης. Να, όμως, που η χρόνια συνεργασία μου με την Ελευθερία Αρβανιτάκη και μοιραία με όλους εκείνους τους σπουδαίους δημιουργούς και ερμηνευτές, μου έδωσε την αφορμή, το έναυσμα για να μπω στον υπέροχο κόσμο του στίχου. Βέβαια, πρέπει να εξομολογηθώ πως δεν είμαι από αυτούς που «έχουν στίχους στο συρτάρι», θέλω συγκεκριμένη πηγή έμπνευσης, συγκεκριμένο κίνητρο για να πιάσω το μολύβι.
M.C: Είναι φυγή ή «κρυψώνα» να εκθέτεις το συναίσθημά σου μεν, με τη φωνή ενός άλλου δε...;
Λ.Ρ: Οι ιστορίες μου, οι οποίες δεν γεννιούνται πάντα με τη μορφή στίχου, αλλά πολλές φορές είναι δοκιμιακού χαρακτήρα, βρίσκουν τη βάση και το πάτημά τους σε πολλά διαφορετικά ερεθίσματα. Εικόνες, το αγαπημένο μου παιχνίδι της μνήμης, μια δική σου ιστορία που μου αφηγήθηκες σε ανύποπτο παρελθοντικό χρόνο, ένα συναίσθημα που βίωσες και μου το μετέφερες σε μια τυχαία κουβέντα... Όλα αυτά συνενώνονται και με οδηγούν στη δημιουργία, κάνοντάς με σε πολλές περιπτώσεις να πλάθω ιστορίες που δεν έχουν να κάνουν με τη δική μου ζωή. Γίνομαι μια «παραμυθού»...
M.C: Πώς αυτό το «παραμύθι», λοιπόν, συναντά την αλήθεια χωρίς το πρώτο να αφαιρεί «πόντους» από την ουσία της δεύτερης;
Λ.Ρ: Για μένα ένα τραγούδι το οποίο δημιουργείται με σκοπό να απευθυνθεί στον κόσμο, οφείλει να εξιστορεί μια ολοκληρωμένη ιστορία. Μια ιστορία με αρχή, μέση, τέλος και νοήματα που δεν περιορίζονται στην προσωπική και αυστηρά εσωτερική αποτύπωση του συναισθήματος του δημιουργού. Βεβαίως, το προσωπικό βίωμα κουμπώνει με τη φαντασία, με το «παραμύθι» και δίνει ένα τελικό αποτέλεσμα που δεν προδίδει την προσωπική σου αλήθεια μόνο, αλλά παράλληλα έχει τη δυνατότητα να βρει κι άλλους παραλήπτες στην πορεία και να μη μείνει στο στενό κύκλο της προσωπικής ευχαρίστησης και αντίληψης του νοήματος
M.C: Επομένως, είναι στόχος να ταυτιστεί το προσωπικό με το κοινό αίσθημα;
Λ.Ρ: Την ώρα της δημιουργίας δεν υπάρχει κανένας τέτοιος σκοπός. Είσαι αφοσιωμένος εκεί, σε αυτό που θες να βγάλεις, σε αυτό που θες να μιλήσει κατ' αρχάς σε σένα και μετά σε όλους τους άλλους. Όταν προκύπτει όμως τέτοια ταύτιση είναι καλοδεχούμενη και ευλογημένη κατά κάποιο τρόπο. Είναι αυτή η απερίγραπτη χαρά που αισθάνεσαι, όταν ένας άγνωστος θα σου στείλει ένα μήνυμα με τον αγαπημένο του στίχο... Όταν το 2004 έγραψα για πρώτη φορά στίχους και προέκυψε το κομμάτι «Πάρε με αγκαλιά και πάμε», έτυχε μεγάλης αποδοχής και είχε απήχηση τόσο ποιοτική όσο και εμπορική. Όταν, έντεκα χρόνια μετά την κυκλοφορία του, στη φετινή συναυλία της Ελευθερίας Αρβανιτάκη στο River Party στο Νεστόριο, άκουσα ολόκληρο το στάδιο να τραγουδά το κομμάτι, τότε κατάλαβα πως αυτή η ταύτιση έχει πραγματοποιηθεί.
M.C: Έτσι ανακύπτει το εξής ερώτημα: Η τέχνη ορίζεται από τους ανθρώπους της ή τους ορίζει εκείνη;
Λ.Ρ: Η τέχνη ορίζει τους δημιουργούς με την έννοια του ότι η κάθε μορφή τέχνης έχει τους δικούς της άγραφους νόμους κ κανόνες. Ένας συγγραφέας, που θέλει να μοιραστεί μια ιστορία, έχει είκοσι, για παράδειγμα, κεφάλαια στη διάθεσή του. Ο στιχουργός πρέπει να πει την ιστορία σε τρεις-τέσσερις στροφές. Για να καταφέρει να επιτύχει αυτή τη «συμπύκνωση», χωρίς να δημιουργήσει ένα τραγούδι που φλυαρεί χωρίς να λέει τίποτα ή που αφορά μόνον εκείνον, βρίσκει τις λεγόμενες «μανιέρες» που τον οδηγούν στο ζητούμενο αποτέλεσμα. Τον προσωπικό του τρόπο, την προσωπική του ματιά, δηλαδή, η οποία οδηγεί στο τελικό αποτέλεσμα. Το αν το αποτύπωμα του δημιουργού αντέξει στο χρόνο, αυτό μόνο ο χρόνος μπορεί να το πει. Και είτε μικρές είτε μεγάλες, όλες οι ψηφίδες δημιουργίας, οποιασδήποτε μορφής τέχνης, δίνουν τον ορισμό της τέχνης της κάθε εποχής. Υπάρχει βέβαια και το ζήτημα του αν η τέχνη καθ-ορίζει ολόκληρες στάσεις ζωής, αλλά αυτό είναι πραγματικά μεγάλη κουβέντα.
M.C: Πέρα από το προσωπικό ψυχικό, ενυπάρχει και ένα ηθικό βάρος σε μια τέτοια ιδιότητα;
Λ.Ρ: Δεν έχω σκεφτεί ποτέ το ηθικό βάρος που συνοδεύει μια τέτοια ιδιότητα. Είναι μεγάλο να το κουβαλάς και ίσως λειτουργεί ανασταλτικά. Εάν με ρωτάς, αυτό που βρίσκει το χώρο του μέσα μου κάθε φορά που κάνω κάτι είναι το βάρος της συνέχειας, του επόμενου βήματος.
M.C: Πότε μπορούμε να μιλάμε για «καλό τραγούδι»; Υπάρχει «ορισμός»;
Λ.Ρ: Ένα έργο τέχνης μπορεί να είναι καλό, εάν πατά σωστά στους αντικειμενικούς «κανόνες» και παρ’ όλα αυτά να μη με αγγίζει, γιατί δεν πατά στους δικούς μου, υποκειμενικούς κανόνες προσωπικού γούστου. Γι’ αυτό το λόγο δε θεωρώ πως μπορεί να υπάρξει ένας καθολικός ορισμός του «καλού τραγουδιού». Μπορώ να ορίσω, όμως, το «μεγάλο» τραγούδι- πράγμα που ξεπερνάει και πάλι το προσωπικό γούστο: είναι αυτό που αντέχει στο χρόνο, που το τραγουδάς με πάθος όσα χρόνια κι αν περάσουν. Είναι το τραγούδι που η αναγνωρισιμότητά του ξεπερνάει την αδυναμία που μπορεί να έχεις στον καλλιτέχνη γιατί είναι καθολική... Εάν ρωτήσεις εμένα πάντως, θα σου πω πως, εάν οδηγώντας πέσω τυχαία σε ένα κομμάτι του Χατζιδάκι, θα δυναμώσω την ένταση, θα ανοίξω τα παράθυρα και θα κάνω «πάρτι» εν κινήσει!
M.C: Για τον ορισμό του χαρακτηρισμού «γυναικεία γραφή» και τη διευκρίνιση του θετικού ή αρνητικού πρόσημου που τον συνοδεύει έχουν γίνει πολλές επιστημονικές αντιπαραθέσεις. Σήμερα, πια, ταυτίζεται με την ικανότητα του γυναικείου φύλου να εκφράζει έναν εύθραυστο μεν, δυναμισμό δε, που απενοχοποιεί το συναίσθημα. Στους δικούς σου στίχους αυτό είναι ξεκάθαρο. Πώς εξηγείται αυτή η «υπερδύναμη»;
Λ.Ρ: Έχει να κάνει τόσο με το ταλέντο όσο και με το χαρακτήρα και την προσωπικότητα του καθένα. Φυσικά και με τα πρότυπα και τις επιρροές και σε κοινωνικό επίπεδο, αλλά η πρώτη ύλη είναι καθαρά προσωπική. Τίποτα δεν είναι αυτοσκοπός, όλα προκύπτουν ως αποτέλεσμα της επαφής με τον μέσα κόσμο σου. Άλλωστε, στην τέχνη εκφράζεις αυτό που κουβαλάς ως προσωπικότητα. Ένας ξύλινος άνθρωπος δε θα μπορέσει ποτέ να γίνει ένας ευαίσθητος δημιουργός, όπως και ένας άνθρωπος άτονος, άτολμος στη ζωή του, δε θα καταφέρει να περάσει το δυναμισμό στα έργα του. Έτσι νομίζω εγώ τουλάχιστον.
M.C: Αυτή η ιδιότητα έρχεται να εκφραστεί μέσα από τον τελευταίο δίσκο της Ελευθερίας Αρβανιτάκη, «9+1 Ιστορίες», όπου εσύ υπογράφεις τις 6 σε μουσική Θέμη Καραμουρατίδη και μία σε μουσική Χρήστου Δεληγιάννη. Πώς πλάθεις την ηρωίδα σου σε αυτό το δίσκο;
Λ.Ρ: Είναι πολλές οι ηρωίδες και οι ιστορίες τους, στις οποίες κυριαρχεί το συναίσθημα. Είναι ένα αποτύπωμα βαθιά γυναικείο και γι’ αυτό το λόγο διαγράφονται πολλοί διαφορετικοί ρόλοι, όπως συμβαίνει και με τη φύση της γυναίκας... Μια βόλτα με την κόρη μου σε ένα πάρκο, την ώρα που καίγεται η Αθήνα και η ανάγκη μου να της προσφέρω την ελπίδα θα γεννήσει το «Κρατήσου από μένα», μια φανταστική ιστορία δύο ανθρώπων που δε συναντήθηκαν ποτέ στο «Μη με φωνάξεις», μια ελαφρώς παραλλαγμένη αληθινή ιστορία ενός δικού μου ανθρώπου στη «Συνήθεια»... Όλοι αυτοί οι ριζωμένοι στη φύση της γυναίκας ρόλοι, που εναλλάσσονται και χτίζουν το πορτρέτο της.
M.C: Πώς βρίσκουν την φωνή τους αυτές οι ηρωίδες μέσα από τη φωνή της Ελευθερίας Αρβανιτάκη;
Λ.Ρ: Η Ελευθερία είναι η ελληνική φωνή που με συνοδεύει από τότε που ανακάλυψα τη μουσική. Όταν ήμουν 11 ετών αγόρασα το πρώτο μου βινύλιο, το «The Joshua Tree» των U2 και λίγο μετά σειρά είχε το «Κοντραμπάντο», ο δίσκος που είχε κάνει η Ελευθερία με το Σταμάτη Σπανουδάκη. Ακούω μια πολύ ιδιαίτερη φωνή, ένα ξωτικό που τραγουδάει και με τραβάει σε συνδυασμό με έναν ήχο που μιλάει μέσα μου με πολύ περίεργο τρόπο. Από τότε δένομαι με αυτή τη φωνή. Και περνούν τα χρόνια και συναντιέμαι μαζί της και αναπτύσσεται μια συνεργασία και μια ουσιαστική προσωπική σχέση... Οι ιστορίες μου, λοιπόν, βρίσκουν τον ήχο τους μέσα από τη φωνή της, γιατί η φωνή της είναι εκείνη που υπάρχει πάντα στο πίσω μέρος του μυαλού μου. Κι επειδή όπως είπα πριν γράφω πάντα «κατά παραγγελία», είναι τραγούδια που δημιουργήθηκαν εξ αρχής για εκείνη.
M.C: Και σε ποια γραμμή «κουμπώνουν» με τον ήχο του Θέμη Καραμουρατίδη;
Θ.Κ: Το Θέμη, όπως και τους δύο βασικούς συνεργάτες του, τη Νατάσσα Μποφίλιου και το Γεράσιμο Ευαγγελάτο, τους είχα ξεχωρίσει από την αρχή της πορείας τους. Όταν, λοιπόν, προέκυψε η ανάγκη δημιουργίας του καινούριου δίσκου της Ελευθερίας και η δική μου στιχουργική εμπλοκή σε αυτόν, η πρώτη μου σκέψη ήταν πως θέλω να το δοκιμάσω μαζί του. Τον πήρα τηλέφωνο ένα βράδυ του Ιουνίου, του είπα επί λέξει «Καλησπέρα, έχω κάποιους στίχους που νομίζω πως θα αρέσουν στην Ελευθερία και θέλω να τους δουλέψουμε μαζί. Με λένε Λήδα Ρουμάνη.». Στις έξι το ξημέρωμα είχα στο e-mail μου τη μουσική του «Πόσα περάσαμε». «Έρωτας από το πρώτο άκουσμα» θα έλεγα για το Θέμη μιας και η συνάντηση ήρθε μετά. Έτσι ξεκίνησε μια συνεργασία που έδωσε έξι κομμάτια σε αυτό το δίσκο και άλλα δύο στο δίσκο της Γιώτας Νέγκα. Ο Θέμης είναι ένα υπέροχο πλάσμα. Με «ξεκλείδωσε», με έκανε να αποβάλω άγχη και να χαρώ ουσιαστικά τη διαδικασία της δημιουργίας, να βγάλω τον καλύτερό μου - νομίζω- εαυτό. Με έκανε να νιώσω τις συνθήκες μιας πραγματικής συνεργασίας. Όσα λόγια κι αν πω για εκείνον, είναι πάντα βγαλμένα από την καρδιά.
M.C: Πώς πραγματώνεται η καλλιτεχνική σου ανάγκη μέσα από αυτή τη δουλειά;
Λ.Ρ: Σε αυτό το δίσκο, όπου εκτός από το ρόλο του δημιουργού είχα και έναν οργανωτικό επί της παραγωγής ρόλο - άρα ένα επιπλέον άγχος- καλλιτεχνικά ήρθα αντιμέτωπη σταδιακά με μια μεγάλη πρόκληση. Από την άλλη ένιωσα ότι υπήρχε απόλυτη ψυχική ελευθερία και δυνατότητα έκφρασης χωρίς εξωτερικές επιταγές. Ήταν ένας δρόμος που τον περπάτησα με πολλή χαρά, αγωνία, αίσθημα ευθύνης, μου έδωσε πολλά εφόδια και με έκανε να εκπλαγώ κι εγώ η ίδια με το τι μπορώ να κάνω.
Πηγή http://www.musicity.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου