Της Καίτης Καμυλάκη*
Η ελληνική παραδοσιακή κληρονομιά, πλούσια, δημιουργική και διαρκής, υλική και άυλη, από το 2003 προστατεύεται από την UNESCO με την σύμβαση για την Άυλη Πολιτιστική Κληρονομιά της ανθρωπότητας. Πέρα από την αδιαμφισβήτητη πολιτιστική της διάσταση, αποτελεί ακόμη ανθρώπινη δραστηριότητα, η οποία αντλεί στοιχεία από την λαϊκή παράδοση, ασκείται από επιχειρηματικές μονάδες, κινείται και αναπτύσσεται στην σύγχρονη αγορά και στοχεύει, για τη βιωσιμότητά της, σε αγορές τοπικές και διεθνείς. Ανήκει στο «παραγωγικό σύστημα» και συνδέεται με άλλα υποσυστήματά του, όπως η οικονομική δημογραφία, η τουριστική επιχειρηματικότητα, η προστασία του περιβάλλοντος, η τεχνολογική ανάπτυξη, η εκπαίδευση και η έρευνα, η και πολιτιστικές κοινότητες, η ανάπτυξη της προσωπικότητας- και μάλιστα η επιχειρηματικότητα και η καλλιτεχνική δημιουργία-, η θεραπευτική και δημιουργική απασχόληση και, οπωσδήποτε, υπόκειται στις θεσμικές και κανονιστικές ρυθμίσεις του κράτους και διεκδικεί την μέριμνα και την στήριξή του.
Στην παρούσα ιστορική συγκυρία, από τις κρισιμότερες στην ιστορία της ανθρωπότητας, η επάνοδος στους πολιτισμούς της «εντοπιότητας» και στις αξίες τους, όπως η κυκλική οικονομία και ο σεβασμός στην φύση-περιβάλλον, φαίνεται περισσότερο από ποτέ αναγκαία. Η τοπικότητα (locality) με τη μορφή των παραδοσιακών τοπικών προϊόντων (Προϊόντα Ονομασίας Προέλευσης και Γεωγραφικής Ένδειξης, Ιδιότυπα Παραδοσιακά Προϊόντα κ.ά.) και των εφαρμοσμένων παραδοσια-κών τεχνών - Χειροτεχνίας, αποτελεί την μετανεωτερική απάντηση στην παγκοσμιοποίηση, επανεισά-γοντας την θετική αξιολόγηση της παράδοσης, η οποία ενσωματώνει το φυσικό περιβάλλον και τις πολιτισμικές ιδιαιτερότητες.
Είναι, επομένως, αναγκαία η επαναξιολόγηση της σημασίας του πολιτισμικού κεφαλαίου μιας χώρας, όπως η Ελλάδα, για τον σχεδιασμό της τοπικής και της εθνικής οικονομίας με κανόνες σύγχρονης πολιτιστικής πολιτικής, αξιοποιώντας τις διεθνείς συμβάσεις και τα πρωτόκολλα (Άυλη πολιτιστική κληρονομιά της UNESCO, Κοινή Γεωργική Πολιτική, κυκλική οικονομία, καινοτομία), αλλά και επιτυχημένες πρακτικές άλλων χωρών. Ένα παράδειγμα. Σε απολογισμό του Krafts Council UK, (Μάιος 2020), εν μέσω της πανδημίας, η χειροτεχνική δραστηριότητα οδήγησε σε τεράστια άνοδο των εξαγωγών ειδών λαϊκής τέχνης. Στον αγροτικό τομέα η αναπτυξιακή ευκαιρία δεν θα προέλθει από την εντατική και εκτατική καλλιέργεια, αλλά κυρίως από την ενεργοποίηση και αξιοποίηση των ιδιότυπων εδαφικών φυσικών πόρων, σε συνδυασμό με το ανθρώπινο και πολιτισμικό κεφάλαιο, που έχει διασώσει η Λαογραφία από επιστημονικό ενδιαφέρον, παρά τις σαρωτικές αλλαγές που έγιναν. Τα προτεινόμενα σήμερα τοπικοποιημένα αγροδιατροφικά συστήματα θα επιτρέψουν στις αγροτοποι-μενικές περιοχές να διεκδικήσουν την ανάπτυξη στο ανταγωνιστικό, παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον, μέσα από την ταυτότητα και την διαφορετικότητά τους απέναντι στις αγροτικές βιομηχανίες και τα δίκτυα διανομής. Αυτό που οι γεωργοί καλούνταν να εγκαταλείψουν μπορεί να γίνει το συγκριτικό τους πλεονέκτημα. Η ανάδειξη της Ελληνικής Διατροφής ως πυλώνα της Μεσογειακής Διατροφής στον Κατάλογο της Παγκόσμιας Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς ενισχύει τις παραπάνω σκέψεις και διευκολύνει την στρατηγική με άξονα τη διατροφή.
Είναι ενθαρρυντική η διαπίστωση ότι η Επιτροπή των διαπρεπών οικονομολόγων υπό την προεδρία του νομπελίστα Χριστοφόρου Πισσαρίδη αναφέρεται εκτενώς στον τομέα της αγροδιατροφής και, αξιολογώντας υπόμνημά μας, αφιερώνει ιδιαίτερο κεφάλαιο στην χειροτεχνία, (σ. 221) επισημαίνοντας ότι η σχετική δραστηριότητα «έχει βαθιές ρίζες στην παράδοση και σημασία για την οικονομία, καθώς συνδέεται στενά με τα τοπικά γεωγραφικά χαρακτηριστικά κυρίως μέσω πολύ μικρών επιχειρήσεων. Η ανάπτυξη και διεθνής παρουσία του κλάδου είναι σημαντικά χαμηλότερη της δυνητικής, καθώς υπάρχουν προβλήματα στη χρηματοδότηση, την καινοτομία, ιδίως όταν χρησιμοποιούνται νέες τεχνολογίες, την εκπαίδευση και την ενημέρωση. Πέρα από αυτές τις πτυχές, όμως, σημαντική είναι και η συστηματικότερη υποστήριξη του κλάδου από τοπικά σχέδια στο πλαίσιο της ευρύτερης πολιτιστικής, τουριστικής και εκπαιδευτικής αναβάθμισης» (Χριστόφορος Πισσαρίδης, Δημήτρης Βαγιανός Καθηγητής, Νίκος Βέττας, Κώστας Μεγήρ: Σχέδιο Ανάπτυξης για την Ελληνική Οικονομία. Τελική έκθεση (14 / 11 / 2020), σ. 221). Η παρέκκλιση από την γραμμική οπτική για την οικονομία του 21ου αιώνα, παγκοσμίως, υιοθετεί την συνύπαρξη των παραδοσιακών κλάδων και των αντίστοιχων τεχνικών τους με εκείνες των «νέων τεχνολογιών», για ένα οικονομικό μοντέλο-, γέφυρα ανάμεσα στο παρελθόν και στο παρόν. Ο προβληματισμός της Ε.Ε. «για βιώσιμη Ευρώπη ώς το 2030», προτείνει την εφαρμογή των αρχών της κυκλικής οικονομίας σε όλους τους τομείς και τις βιομηχανίες, με προοπτική να αποδώσει οικονομικό όφελος ώς το 2030, ένα περίπου εκατομμύριο νέες θέσεις εργασίας στην Ευρώπη και μείωση εκπομπών αερίων θερμοκηπίου. Οι εθνικές ενέργειες για την μετάβαση από το γραμμικό στο κυκλικό μοντέλο οικονομίας, για την βιώσιμη ανάπτυξη στη χώρα μας, οφείλουν να ακολουθήσουν την ευρωπαϊκή στρατηγική.
Επιπλέον, η καινοτομία δεν είναι πλέον προνόμιο μόνον των κλάδων υψηλής τεχνολογίας, αλλά στρατηγικής σημασίας και για τον πολιτισμό και τις παραδοσιακές «medium-low tech» εφαρμοσμένες τέχνες και ασχολίες, με δεδομένο ότι οι επιχειρήσεις αυτές μπορεί να μην εισάγουν νέα τεχνολογία, αλλά στηρίζουν την καινοτομική τους δραστηριότητα στην αξιοποίηση της υπάρχουσας κωδικοποιημένης γνώσης σε μια πρακτική κατεύθυνση, που τις καθιστά ανταγωνιστικές. Για παράδειγμα, ενθαρρύνεται η δημιουργία κόμβων (living lab) για την διασύνδεση της χειροτεχνίας (μικρο–βιοτεχνιών και οικοτεχνιών) με την δημιουργία πεδίων ανοιχτού λογισμικού, για την ανταλλαγή εμπειριών μεταξύ των τεχνικών, αναπτύσσονται εφαρμογές, εργαλεία συνεργασίας και καινοτόμες τεχνολογίες (3D printing) και οργανώνονται χώροι εγκατάστασης, εκμάθησης, παραγωγής, επίδειξης και διάθεσης των προϊόντων. Ένα υπόδειγμα για τις ελληνικές επιχειρήσεις θα ήταν η οργάνωση του κλάδου παραγωγής κεραμικών στην Ιταλία με τη συγκέντρωση του 60% των βιοτεχνιών κεραμικών στο Sassuolo της περιοχής Εmilia-Romagna, εκκολαπτήριο για νέες τεχνολογίες, νέα προϊόντα και συστήματα παραγωγής.
Στην Ελλάδα η υπερδεκαετής οικονομική ύφεση με έντονες κοινωνικές επιπτώσεις άφησε να φανούν οι εσφαλμένες κατά το παρελθόν επιλογές στρατηγικής για την ανάπτυξη παραγωγικών πεδίων, όπως για παράδειγμα η γεωργία, η κτηνοτροφία, η μελισσοκομία και οι δημιουργικές βιοτεχνίες και κυρίως η απροθυμία για διαρθρωτικές αλλαγές, οι οποίες θα περιόριζαν τις επιπτώσεις στον πληθυσμό τέτοιων κρίσεων, όπως συνέβη σε παρόμοιες περιπτώσεις κατά το παρελθόν. Η πανδημία του κορωνοϊού μάς βρήκε ανέτοιμους για τέτοιες αλλαγές. Είναι, λοιπόν, η ευκαιρία να ξεκινήσει μεθοδικά και με την ουσιαστική στήριξη του κράτους η επιστροφή, με σύγχρονα πλέον εργαλεία, σε ορισμένα παραδοσιακά συστήματα τοπικής οικονομίας, που μπορούν να δώσουν διέξοδο στα αναμενόμενα προβλήματα από την κλιματική αλλαγή, στην διαχείριση των απειλούμενων υδάτινων πόρων και της βιοποικιλότητας και να εξασφαλίσουν το εισόδημα των παραγωγών και των δημιουργικών τεχνιτών.
* Η Δρ Αικατερίνη Πολυμέρου-Καμηλάκη, τ. Διευθύντρια του Κέντρου Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών, Μέλος της Εθνικής Επιτροπής «Ελλάδα 2021», Πρόεδρος της Επιτροπής Χειροτεχνίας του Υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων. Πηγή https://www.greece2021.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου