Παρασκευή 5 Ιουνίου 2020

Η Σχέση του ανθρώπου ως «Εικόνας Θεού» με τον κτιστό κόσμο


Του Αλεξίου  Σαμαρτζή
Αρχιμανδίτης – Ι. Μ. Θηβών και Λεβαδείας,
Γεωπόνος, Θεολόγος


 Θα ήθελα, από τη θέση αυτή, να ευχαριστήσω θερμά τα εκλεκτά μέλη της  Ένωσης Ελλήνων Φυσικών και τους οργανωτές του σημαντικού αυτού συνεδρίου για την πρόσκληση να λάβω μέρος και να μιλήσω στην εκλεκτή αυτή ομήγυρη. Αποτελεί μεγάλη τιμή για μένα η συμμετοχή μου σε αυτό το συνέδριο όπου λαμβάνουν μέρος διαπρεπείς εκπρόσωποι των θετικών κυρίως επιστημών. Παράλληλα δε προβάλλεται η αγωνία και ο προβληματισμός όλων-επιστημόνων και θεολόγων-για το χρέος όλων μας έναντι του Θεού, του ανθρώπου και της ιστορίας. Το θέμα που θα διαπραγματευτώ, αν και είναι θεολογικό, θεωρώ ότι μπορεί να συμβάλει στον προβληματισμό που έχουμε όλοι μας, με αφορμή τα οικολογικά αδιέξοδα που μαστίζουν ιδιαίτερα σήμερα τον πλανήτη μας. Είναι η διαφορετική άποψη που κατατίθεται από την Εκκλησία μας και αναφέρεται στην σχέση του «κατ’ εικόνα Θεού» δημιουργηθέντος ανθρώπου με τον κτιστό κόσμο άρα και το φυσικό περιβάλλον


Δημιουργία του κτιστού κόσμου

 «Δημιουργία» είναι ένας όρος, τον οποίο η χριστιανική θεολογία από την αρχή βρήκε κατάλληλο, για να αναφερθεί στην αρχή αυτού του κόσμου[i]. Δημιουργία είναι η ανάδυση της κτιστής πραγματικότητας, η παραγωγή των όντων, το πλάσιμο της ουσίας και της μορφής των πραγμάτων, ο καθορισμός των περιγραφικών και οντολογικών ορίων τους με τη δημιουργική ενέργεια της θείας βουλήσεως. Και κάτι παραπάνω׃ Η διατήρηση της κτίσεως στην ύπαρξη, στο είναι[ii]. Με άλλα λόγια, η δημιουργία εκ του μη όντος δηλώνει από τη μια την έναρξη του κοσμικού γίγνεσθαι και τη διακράτηση αυτού του γίγνεσθαι στο είναι από τη συνεκτική δύναμη του Θεού και από την άλλη τη δυναμική αφετηρία των όντων, τα οποία έλκονται από το Θεό και τείνουν ανοδικά προς Αυτόν. Κατά τον Άγιο Μάξιμο και σύνολη την ορθόδοξη θεολογία τρεις είναι οι κεντρικοί άξονες πάνω στους οποίους εδράζεται το δόγμα της δημιουργίας׃
1)   Η κτίση είναι ελεύθερο προϊόν της δημιουργικής ενέργειας της Τριάδος,
2)   Έλαβε την ύπαρξή της από το μη όν, από το μηδέν, από την ανυπαρξία και
3)   Έχει απόλυτα θετικό και δυναμικό χαρακτήρα. Και οι τρεις άξονες είναι στενά συνυφασμένοι μεταξύ τους και βρίσκονται σε άμεση οργανική αλληλεξάρτηση[iii].
Η κτίση υπάρχει ως αποτέλεσμα της ελεύθερης θελήσεως του Θεού, που την παράγει από το μη όν. Τούτο μαρτυρεί πως δεν είναι ανεξάρτητη, αυτοδύναμη ή αυτάρκης. Βρίσκεται σε άμεση εξάρτηση από τον Κτίστη και Δημιουργό, αφού λαμβάνει το είναι κατά μετοχή, και κάθε στιγμή η ίδια ομολογεί αυτή την ανεπάρκειά της[iv].
 Επειδή ο κτιστός κόσμος δημιουργήθηκε από το μηδέν και απέκτησε την ύπαρξή του μόνο με την παρέμβαση του Θεού, ακριβώς και γι’ αυτό δεν είναι σε θέση να σταθεί χωρίς τη στήριξη του Δημιουργού. Αντίθετα προς την αρχαία φιλοσοφία[v], η δημιουργία κατά τη θεολογία της Ορθόδοξης Εκκλησίας έχει τα χαρακτηριστικά της χρονικότητας, της κτιστότητας και της φθοράς.[vi] Πρέπει να βρίσκεται σε διαρκή κοινωνία με τον Δημιουργό της.
Ο ανθρώπινος νους στέκεται έκθαμβος μπροστά στο ακατανόητο γεγονός της γενέσεως της κτίσεως από το μη όν, χωρίς προϋπάρχουσα ύλη, το οποίο αδυνατεί να συλλάβει[vii]. Αλλά βιώνει κατά τρόπο αδιάληπτο και τραγικό τον κίνδυνο επιστροφής της κτίσεως στην ανυπαρξία. Αυτό θα συμβεί αν η κτίση θέσει τον εαυτό της έξω από την ουσιοποιητική και παντοκρατορική ενέργεια του Θεού.
Ο Θεός είναι αγάπη( Α´ Ιωάν.4,16). Η αγάπη είναι η υποδομή της ίδιας της ζωής(άκτιστης και κτιστής) και η οργανική έκφρασή της ως βασικού στοιχείου της δημιουργίας. Δεν θα μπορούσε να νοηθεί η δημιουργία της κτίσεως από το μηδέν και η σχέση ανάμεσα στο Θεό και τον κόσμο, αν δεν υπήρχε η θεία αγάπη, που σε τελευταία ανάλυση είναι ο τρόπος υπάρξεως του Θεού. Επομένως ο κόσμος δημιουργήθηκε, διατηρείται και σώζεται από την αγάπη του Τριαδικού Θεού[viii].

Δημιουργία του ανθρώπου ( η έννοια του «κατ' εικόνα Θεού»).

 Στα δύο πρώτα κεφάλαια της Γενέσεως παρουσιάζεται κατά μοναδικό και ανυπέρβλητο τρόπο το γεγονός της δημιουργίας.
Η αυγή της έκτης ημέρας είναι κάτι εξαιρετικό׃ «και είπεν ο Θεός Ποιήσωμεν άνθρωπον  κατ’ εικόνα ημετέραν και καθ´ομοίωσιν»[ix].
Όλοι οι πατέρες της ορθόδοξης Εκκλησίας εξαίρουν την αξία του ανθρώπινου πλάσματος, παρά τις μικρές διαφοροποιήσεις τους. Ο άνθρωπος αποκαλείται κορωνίδα της δημιουργίας, βασιλιάς της ορατής και μύστης της νοητής κτίσεως, εκπρόσωπος και συνδετικός κρίκος του κόσμου, μικρόκοσμος, εικόνα του Θεού και του κόσμου.
Αυτό που καταξιώνει αποφασιστικά τον άνθρωπο είναι η στενή συγγένεια που έχει με τον Δημιουργό. Και η συγγένεια αυτή είναι πρώτιστα εικονική. Ο άνθρωπος πλάσθηκε  κατ’ εικόνα του Θεού. Τι σημαίνει αυτό; Εκ προοιμίου θα πρέπει να αποκλεισθεί οποιαδήποτε ομοιότητα ή ταύτιση της εικόνας του Θεού που φέρει στα σπλάχνα της η κτίση, με την εικόνα της δημιουργίας που έχει η Τριάδα στη βουλή Της. Η δεύτερη υπερβαίνει ασύγκριτα την πρώτη καθώς επίσης και την πραγματοποιημένη πλάση. Η ανθρώπινη εικόνα είναι μια απεικόνιση[x], μια κτιστή έκφραση της άκτιστης θείας δημιουργικής θελήσεως.
Η εικόνα του Θεού για τον κόσμο συνιστά την «Πρωτο-Εικόνα»[xi], η οποία λάμπει πάντοτε στην τελειότητά της ως πρόσκληση και πρόκληση, ως υπόδειγμα και έσχατος σκοπός. Έτσι η ιδέα της δημιουργίας, οι άκτιστοι προαιώνιοι λόγοι των όντων ενσαρκώνουν την κατεξοχήν οντολογία στη θεολογία κυρίως του Αγίου Μαξίμου.
Ο χαρακτήρας της εικόνας υπογραμμίζει με σαφήνεια και απολυτότητα ένα τρόπο δημιουργίας ξεχωριστό και ένα όν ιδιαίτερο και χαρισματικό. Ο άνθρωπος είναι το μοναδικό κτίσμα που συγγενεύει στενά με τον Κτίστη και έχει ομοιότητα μαζί Του. Αυτή η ομοιότητα του δίνει τη δυνατότητα να επικοινωνεί με το Θεό, σύμφωνα με το αρχαιοελληνικό αξίωμα «διά του ομοίου το όμοιον»[xii].
 Το  κατ’ εικόνα είναι η καθολική λειτουργία του ανθρώπινου όντος που το ομοιάζει και το συνδέει με το Θεό.
 Αλλά ας δούμε ποια είναι τα χαρακτηριστικά και ποιοτικά στοιχεία που συνιστούν το κατ’ εικόνα. Οι Πατέρες διέκριναν πρώτα απ’ όλα τον «λόγο», σαν ένα στοιχείο που εκφράζει το κατ’ εικόνα. Έτσι ο άνθρωπος μέσα από τη λογικότητά του αντανακλά την ύπαρξη του Θεού στη δημιουργία και διαθέτει την ικανότητα να ενώνει τον κόσμο, σύμφωνα με τον Μητροπολίτη Περγάμου Ιωάννη. Ένα δεύτερο στοιχείο, το οποίο εκφράζει την «εικόνα του Θεού», είναι η ελεύθερη βούληση του ανθρώπου ή κατά τον Άγιο Γρηγόριο Νύσσης το «αυτεξούσιον». Εκτός όμως των δύο αυτών γνωρισμάτων, δηλαδή του «λογικού» και του «αυτεξουσίου», η τριάδα του ενιαίου «κατ’ εικόνα» περιλαμβάνει και την έννοια του «αρχικού» («το  κατ’ εικόνα το αρχικόν αξίωμα σημαίνειν βούλεται», «δηλούσθαι διά του  κατ’ εικόνα το αρχικόν»). Το αξίωμα τούτο του ανθρώπου χαρακτηρίζεται και ως «δεσποτικόν» και «βασιλικόν» και είναι «κοινόν» στην ανθρώπινη και στην αγγελική φύση[xiii]. Έτσι θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο άνθρωπος αποτελεί τον «βασιλέα της κτίσεως» και τον μικρόκοσμο όλης της δημιουργίας. Κατά το Άγιο Μάξιμο τον ομολογητή ο άνθρωπος είναι ένα είδος μικρόκοσμου όλου του σύμπαντος.


 Το εννοιολογικό περιεχόμενο του «κατ’ εικόνα» δεν εξαντλείται, κατά τον Μέγα Φώτιο-έναν από τους μεγάλους Πατέρες της Εκκλησίας μας-, σε αυτά που έχουν ήδη αναφερθεί, γιατί υπάρχει αφθονία εξιδιασμένων εννοιών του «κατ’ εικόνα», στις οποίες ανήκουν και το «σοφό» και το «δημιουργικό» και το «αθάνατο» και «πολλά τοιαύτα». Γενικά μπορεί να λεχθεί ότι νοείται ως «εικόνα του Θεού» στον άνθρωπο, κάθε καλή και τίμια ιδιότητα, την οποία έχει αυτός, επειδή αυτές εικονίζουν τις θείες ιδιότητες[xiv].Άρα θα προσθέταμε στα στοιχεία του «κατ’ εικόνα» και την αγάπη που εκφράζει την εικόνα του Θεού μέσα μας.
 Στη συνέχεια ας εξετάσουμε την ουσιαστική σχέση του ανθρώπου ως «εικόνας Θεού» με τον κτιστό κόσμο.

Σχέση του ανθρώπου ως «εικόνας Θεού» με τον κτιστό κόσμο.

 Ανατρέχοντας στις αναφορές της Βίβλου, οι οποίες αποτέλεσαν τη βάση για την Πατερική αντίληψη για τον άνθρωπο, διακρίνουμε την δημιουργία του ανθρώπου στο τέλος, μετά τη δημιουργία του κτιστού κόσμου. Ακόμη ότι ο άνθρωπος πλάστηκε με υλικό από την υλική δημιουργία και ότι ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο « κατ’ εικόνα και ομοίωσή» Του. Αυτά τα στοιχεία οδήγησαν τους Πατέρες της Εκκλησίας στην αντίληψη ότι ο άνθρωπος αποτελεί κρίκο μεταξύ του Θεού και του υλικού κόσμου, ενσωματώνοντας ως είδος «μικρόκοσμου» ολόκληρη την υλική δημιουργία, τον «μακρόκοσμο», και συνδέοντάς την με τον Θεό (Μητροπολίτης Περγάμου Ιωάννης).
 Η κτίση υπόκειται στη φθορά και το θάνατο. Ο Θεός όμως δεν δημιούργησε τον κόσμο για να χαθεί. Αντίθετα τον δημιούργησε με σκοπό να ζήσει για πάντα και να ενωθεί μαζί Του, άρα να κοινωνεί μαζί Του. Δεν θα ήταν υπερβολή να λέγαμε ότι αυτός είναι ο λόγος που ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο. Έτσι ο άνθρωπος , ως «εικόνα του Θεού», θα πρέπει να έχει ως προορισμό να ενώσει τον κόσμο και να τον αναφέρει προς τον Δημιουργό εισαγάγοντάς τον προς την αιωνιότητα.
 Είδαμε πριν τα στοιχεία εκείνα που απαρτίζουν το «κατ’ εικόνα», δηλαδή το «λογικό» και το «αυτεξούσιο» κατά κύριο λόγο, που συνδυαζόμενα με το «κυριαρχικό» δίνουν τη δυνατότητα στον άνθρωπο να μπορεί να δημιουργεί τον δικό του κόσμο. Κάνοντας όμως ο άνθρωπος, ως «εικόνα Θεού», χρήση της ελευθερίας ή του «αυτεξουσίου» που του έχει δώσει ο ίδιος ο Δημιουργός, μπορεί να πάρει στα χέρια του τον κτιστό κόσμο και να τον μεταπλάσει και να τον φέρει σε κοινωνία με τον Θεό ή να τον κρατήσει για τον εαυτό του. Στην πρώτη περίπτωση ο άνθρωπος απελευθερώνει τον κτιστό κόσμο από την φθορά και τον αναφέρει στον Θεό ως «ιερέας της δημιουργίας», ενώ στη δεύτερη περίπτωση τον φυλακίζει και τον οδηγεί στην καταστροφή και το θάνατο. Εδώ ακριβώς εδράζεται και η ρίζα του λεγόμενου οικολογικού προβλήματος.
 Ο άνθρωπος, ζωντανή εικόνα του ζώντος Θεού, μπορεί να κάνει δύο πράγματα, που κανένα από τα άλογα ζώα δεν μπορεί׃ πρώτον, μπορεί να διαμορφώσει και να αλλάξει τον κόσμο, δίνοντάς του ένα καινούργιο νόημα και σκοπό∙ και δεύτερο, μπορεί να δοξολογήσει και να ευχαριστήσει τον Θεό για τον κόσμο. Είναι συγχρόνως βασιλιάς και αρχιερέας της δημιουργίας[xv].
 Ο άνθρωπος υπάρχει μέσα στον κόσμο, αλλά και όλος, ο ορατός και αόρατος κόσμος, υπάρχει σε αυτόν, σε μικρογραφία. Ο άνθρωπος δεν υπάρχει στον κόσμο, αλλά είναι μαζί με τον κόσμο. Αξιολογικά, όμως, προέχει το πνευματικό στοιχείο του ανθρώπου, το «κατ’ εικόνα», της υλικής του συγκροτήσεως. Αυτό υπήρξε το βούλημα του Δημιουργού ως προδιαγραφή της ιδιαίτερης ποιότητας του δημιουργήματος άνθρωπος[xvi].
 Έχοντας ο άνθρωπος δημιουργηθεί «κατ’ εικόνα» του προσωπικού Θεού και του προσωπικού Λόγου, αποτελεί την κτιστή υπόσταση των λόγων των όντων. Ανακεφαλαιώνει ως αληθινός «μικρόκοσμος» όλες τις κτιστές πραγματικότητες και δέχεται το φυσικό δυναμισμό της κτίσεως, τον οποίο καλείται να οδηγήσει στο τέλος του. Ο άνθρωπος με το «κατ’ εικόνα» καλείται από το Θεό να διαφυλάξει και να ολοκληρώσει τον ορθό προσανατολισμό αυτού του δυναμισμού. Το έργο αυτό θα το επιτύχει, όταν χρησιμοποιήσει σωστά τα χαρίσματα και τις φυσικές δυνάμεις, με τις οποίες έχει προικισθεί από το «κατ’ εικόνα»[xvii].
 Δυστυχώς οι διαπιστώσεις που κάνουμε καθημερινά μας οδηγούν στο θλιβερό συμπέρασμα, ότι ο άνθρωπος στο διάβα του χρόνου με την εγωιστική συμπεριφορά του αμαυρώνει συνεχώς και αδιαλείπτως το «κατ’ εικόνα». Αυτό βέβαια ξεκίνησε με την πτώση. Ο ίδιος ο άνθρωπος διαταράσσει την αρμονία των σχέσεών του με την κτίση, αφού με την πτώση και την παρακοή της εντολής του Θεού διαφοροποιεί και τη στάση του απέναντι στην υπόλοιπη δημιουργία[xviii].
 Φτιαγμένος «κατ’ εικόνα» Θεού ο άνθρωπος προικίστηκε με το δώρο της ελευθερίας όπως είπαμε και πριν. Τελικά εγκατέλειψε τον Θεό. Αντί να δει τον κόσμο ως δώρο του Θεού και ως ένα μέσο επικοινωνίας μαζί του, πεθύμησε να κρατήσει αυτόν τον ίδιο. Και ακριβώς επειδή δεν τον έβλεπε πια ως δώρο του Θεού αλλά ως αυτοσκοπό, ο κόσμος έγινε παράλογος και εχθρικός προς τον άνθρωπο[xix].
 Ως συνέπεια της πτώσεως εμφανίζεται η αυτονόμηση της κτίσεως και των υλικών αγαθών, που δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να ερμηνευθεί ως αληθινή αγάπη γι’ αυτά. Όταν ο άνθρωπος αυτονομεί την κτίση και τα υλικά αγαθά από το Δημιουργό τους, ζει μια εμπαθή κατάσταση[xx]. Η σχέση του ανθρώπου με τον κτιστό κόσμο παύει να είναι διαλογική και οργανική και εκπίπτει σε σχέση ανταγωνιστική και εχθρική.
 Η βούληση του ανθρώπου είναι ελεύθερη[xxi]. Αυτό σημαίνει δυνατότητα θετικής ή αρνητικής ηθικής επιλογής∙«την ανθρώπων εις αμφότερα νεύειν δυναμένην προαίρεσιν» λέει ο Μ. Αθανάσιος[xxii]. Η επιλογή έχει ως στάση και πράξη ζωής συνέπειες. Την αρνητική ή θετική κίνηση της δωρεάς της ελευθερίας προγνωρίζει, ασφαλώς, ο Θεός, αλλά ποτέ δεν την προορίζει ούτε την καταστρατηγεί[xxiii].
 Ο άνθρωπος είναι υπεύθυνος, διότι είναι λογικός και ελεύθερος. Όποιος επιλέγει φέρει ακέραια την ευθύνη των άμεσων και των μεθύστερων δεινών[xxiv]. Ο άνθρωπος μπορεί να καταστρέφει τη ζωή, αλλά αδυνατεί να εξαφανίσει την ύπαρξη, το δικό του είναι και το είναι των υπόλοιπων όντων. Κάτι τέτοιο αποτελεί υπέρβαση των δυνάμεων και των αρμοδιοτήτων του. Ο κόσμος δεν του ανήκει-μήτε καν ο ίδιος ανήκει στον εαυτό του-και κατά συνέπεια δε δικαιούται να τον αφανίσει. Δύναται, ως το μόνο λογικό πλάσμα, να τον εξαγιάσει ή να τον κολάσει, μα ποτέ να τον μηδενίσει. Πάντοτε ο Θεός μεριμνά και κατευθύνει εσχατολογικά τα πράγματα προς το συμφέρον του αποπροσανατολισμένου ανθρώπου και ολόκληρης της δημιουργίας.
Τελικά ο  κατ’ εικόνα και ομοίωση του Θεού δημιουργηθείς άνθρωπος διαψεύδει κατά το φρικτότερο τρόπο τον προορισμό και το Δημιουργό του. Κάνοντας αρνητική χρήση του δώρου της ελευθερίας, επαναστατεί κατά του Θεού και της κτίσεως. Άρα, τελικά, με τη στάση του ο άνθρωπος χάνει ουσιαστικά την ταυτότητά του διότι έχει διαραγεί ο απολύτως αναγκαίος δεσμός του με τον υλικό κόσμο. Η υλική δημιουργία έπαψε να είναι διάφανη και έγινε θαμπή και σκοτεινή∙ έπαψε να είναι μυστήριο και μέσο κοινωνίας με τον Θεό και έγινε εμπόδιο και ευκαιρία για πειρασμό. Όμως, όπως ακριβώς η θεία εικόνα στον άνθρωπο ποτέ δεν καταστράφηκε από την αμαρτία, αλλά μόνο αμαυρώθηκε, έτσι και το πρωτόκτιστο κάλλος της δημιουργίας ποτέ δεν χάθηκε τελειωτικά αλλά μόνο επηρεάστηκε σοβαρά[xxv]. Ο πεσμένος άνθρωπος μπορεί ακόμη να επιβεβαιώσει το «εικών ειμί της αρρήτου δόξης σου, ει και στίγματα φέρω πταισμάτων»[xxvi].
Είπαμε πριν ότι ο Θεός από αγάπη δημιούργησε τον κτιστό κόσμο και τον άνθρωπο. Η πτώση όμως του ανθρώπου, η αστοχία του να επιτύχει την αγαπητική ένωση με τον Θεό, συνεπάγεται και τη ρήξη του με τον εαυτό του, το συνάνθρωπό του και την υπόλοιπη δημιουργία[xxvii].
Το έργο της μεσιτείας ανάμεσα στο Θεό και τον κόσμο δεν το πραγματοποίησε ο πρώτος Αδάμ. Βρήκε ωστόσο την πραγμάτωσή του στο πρόσωπο του δεύτερου Αδάμ, του Χριστού, που έγινε ο γενάρχης της «καινής κτίσεως»[xxviii].

Ο Χριστός αποκατάστησε στον άνθρωπο το πλήρωμα της κλήσης του ως μεσολαβητή, που καταστράφηκε και σχεδόν χάθηκε λόγω της αμαρτίας του Αδάμ.«Η γαρ αποκαραδοκία της κτίσεως την αποκάλυψιν των υιών του Θεού απεκδέχεται» (Ρωμ.8׃19). Την αρμονική σχέση του ανθρώπου με τον Θεό και κατ´επέκταση με τον εαυτό του, το συνάνθρωπό του και τη φύση φανερώνει ο Χριστός[xxix]. Με την εν Χριστώ ανακαίνιση του ανθρώπου συνανακαινίζεται ολόκληρη η δημιουργία. Καινή κτίση σημαίνει αναδημιουργία σε δυναμική σχέση με το Δημιουργό Λόγο όλων των όντων, δηλαδή σε σχέση όχι μόνο με το Θεό αλλά και με τη φύση ως κτίση Του[xxx].
Εμείς οι Χριστιανοί θεωρούμε το Χριστό ως την ενσάρκωση ή «ανακεφαλαίωση» όλης της δημιουργίας και, επομένως, ως τον «κατ´ εξοχήν» Άνθρωπο και σωτήρα του κόσμου. Τον θεωρούμε, ακριβώς εξ αιτίας αυτού, την αληθινή «εικόνα του Θεού», και τοποθετούμε σε Αυτόν την τελική τύχη του κόσμου. Πιστεύουμε, συνεπώς, ότι στο πρόσωπο του Χριστού ο κόσμος αποκτά τον Ιερέα της Δημιουργίας, το πρότυπο της σωστής σχέσεως του ανθρώπου προς τον φυσικό κόσμο[xxxi].
Μόνο μια Χριστολογία της φύσεως θα επιτρέψει στη Θεολογία να ξαναβρεί το βαθύ νόημα της ύλης και της Κτίσεως[xxxii].
Η σχέση του ανθρώπου με τον κτιστό κόσμο έχει χριστολογική θεμελίωση και σωτηριολογική προοπτική. Μόνο στα πλαίσια αυτά καταξιώνεται και αποκτά περιεχόμενο και σκοπό[xxxiii].
Με την ιερατική εκφώνηση׃«Τα σα εκ των σων σοι προσφέρομεν κατά πάντα και διά πάντα», αναγνωρίζουμε ότι η κτίση δεν ανήκει σε μας, αλλά στο Θεό, ο οποίος είναι ο μόνος ιδιοκτήτης της. Ενεργώντας έτσι πιστεύουμε ότι φέρνουμε την κτίση σε κοινωνία με το Θεό, και όχι μόνο τη μεταχειριζόμαστε με το σεβασμό, που αρμόζει σε κάτι που ανήκει στο Θεό, αλλά τη βλέπουμε να ελευθερώνεται από τους φυσικούς περιορισμούς της, και να μετατρέπεται σε φορέα ζωής. Πιστεύουμε ότι κάνοντας αυτό «εν Χριστώ» και ως «Σώμα Χριστού» ενεργούμε, όπως ο Χριστός, ως ιερείς της δημιουργίας[xxxiv]. Η ευχαριστιακή αυτή διάσταση στη χρήση του κόσμου είναι το ουσιαστικότερο στοιχείο που θα μπορούσε να βοηθήσει σε μια άλλη προσέγγιση και θεώρηση της σχέσεως ανθρώπου και φυσικού περιβάλλοντος. Είναι η «άλλη λύση» στα προβλήματα και τα αδιέξοδα του σημερινού πολιτισμού[xxxv]. Έτσι, μέσω του μυστηρίου της Θ. Ευχαριστίας, η δημιουργία αποκτά για μας μια ιερότητα, η οποία δεν είναι σε αυτήν έμφυτη, αλλά επίκτητη. Την αποκτά, όταν ο άνθρωπος πραγματώνει μέσα του ελεύθερα το « κατ’ εικόνα Θεού», δηλαδή στην περίπτωση αυτή την ιερωσύνη του[xxxvi].
  
Η επιστροφή του ανθρώπου στο «κατ’ εικόνα» είναι η μόνη διέξοδος από τον κύκλο του παραλόγου της πτώσεως, που δημιουργεί τις ψευδαισθήσεις της ανασφάλειας και παρωθεί τον άνθρωπο στη διεκδίκηση δυνάμεως και αγαθών. Μια ουσιαστική υπέρβαση της φθοράς πρέπει να είναι και υπέρβαση της σχετικότητας του κόσμου, για την ανασύνδεση της εικόνας με το πρωτότυπο. Η υπέρβαση αυτή, κατά τη διδασκαλία της Εκκλησίας, θεωρήθηκε ως η κατ’ εξοχήν δυνατότητα του ανθρώπου να επιστρέψει στην κατάσταση του «κατ’ εικόνα»[xxxvii].
Με αυτόν τον τρόπο θα πάψει ο άνθρωπος να βλέπει τον κτιστό κόσμο ανθρωποκεντρικά και αυτονομημένο από τον δημιουργό, αλλά θα τον αντιμετωπίζει στην ολότητά του όπως του αρμόζει.
Ο άνθρωπος βρίσκει την αξία του μέσα στην Κτίση μόνο όταν συνδεθεί μαζί της, χωρίς τάση να την καταργήσει, να κυριαρχήσει πάνω της, ή να την εκμεταλλευτεί αλόγιστα για δικό του όφελος. Όλες οι μορφές ανθρώπινου εγωισμού και υπερηφάνειας πρέπει να εκλείψουν μπροστά στη φύση, γιατί αλλιώς εκδικείται κλείνοντας τον άνθρωπο στις δικές της διαστάσεις και απομονώνοντάς τον.
Μπροστά σε αυτήν την κατάσταση που βρίσκεται στη ρίζα του οικολογικού προβλήματος, πρέπει η χριστιανική ανθρωπολογία να προσέξει να μην ομολογεί ορισμένες βιβλικές έννοιες κατά τρόπο ανθρωπομορφικό. Για να ερμηνευθούν κατά σύγχρονο τρόπο αυτές οι βιβλικές έννοιες, θα πρέπει να εμπνευσθεί κάποιος από το χριστιανικό και βιβλικό πνεύμα της ταπείνωσης και της μετάνοιας[xxxviii].
Όλα αυτά συνιστούν όχι απλώς έναν τύπο, αλλά ένα ήθος, το οποίο πάρα πολύ χρειάζεται ο σημερινός κόσμος. Γιατί ο κόσμος σήμερα δεν χρειάζεται ηθική, αλλά ήθος. Όχι ένα προγραμματισμό, αλλά μια στάση και μια νοοτροπία. Όχι μια νομοθεσία, αλλά ένα πολιτισμό[xxxix].
Η λύση δεν μπορεί να προέλθει απλώς από την ανάπτυξη τεχνολογικών δεξιοτήτων. Θα έρθει μόνο ως αποτέλεσμα της δικής μας μετάνοιας∙ θα είναι μία συμπαντική μετάνοια∙ κι εδώ χρησιμοποιώ τη λέξη με την αυθεντική έννοια του όρου, που είναι η μεταστροφή του νοός. Είναι απαραίτητο να αλλάξουμε εκ βάθρων τον τρόπο που σκεφτόμαστε για τον Θεό, τον κόσμο και τους εαυτούς μας[xl].
Το πώς βλέπουμε τον κόσμο συναρτάται από το πώς βλέπουμε τον εαυτό μας. Η ικανότητά μας να αντιλαμβανόμαστε και να βιώνουμε διαμορφώνεται σύμφωνα με το πώς έχουμε πλάσει τη δική μας εικόνα και ομοίωση.






Αυτό σημαίνει ότι, για να αντιμετωπίσουμε αποτελεσματικά την οικολογική κρίση, οφείλουμε να αλλάξουμε την κοσμοεικόνα μας, και αυτό σημαίνει με τη σειρά του ότι οφείλουμε να αλλάξουμε την εικόνα για τον εαυτό μας. Εάν δεν αλλάξουμε τα κριτήρια με τα οποία αξιολογούμε τόσο τον εαυτό μας όσο και το στοιχείο που συνιστά την αληθινή φύση της ύπαρξής μας, τότε αμετάβλητος θα παραμείνει και ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζουμε τον κόσμο που μας περιβάλλει. Και, αν αυτό δεν συμβεί, τότε η θεωρία και η πρακτική της προστασίας του φυσικού περιβάλλοντος, όσο καλοπροαίρετες και αναγκαίες κι αν είναι, δεν θα αγγίξουν την καρδιά του προβλήματος. Στην καλύτερη περίπτωση θα συνιστούν προσπάθεια αντιμετώπισης όσων εν κατακλείδι είναι συμπτώματα, όχι αιτίες[xli].

Με τον ανθρωποκεντρικό ορθολογισμό τους, ο επιστημονισμός, η τεχνική πρόοδος, η ξέφρενη εκμετάλλευση των φυσικών πόρων δεν οδηγούν μόνο στην έλλειψη σεβασμού προς τη φύση, δεν αρνούνται μόνο τον προσωπικό Θεό που βρίσκεται σε συνεχή και δυναμική σχέση με τη Δημιουργία Του∙ απομονώνουν τον άνθρωπο στο κέντρο μιας φύσης έναντι της οποίας αισθάνεται όλο και πιο αλλοτριωμένος κι αυτό, παρά τον υλισμό του και τη εντυπωσιακή πρόοδο που πραγματοποιεί στην έρευνα των πηγών υλικής ενέργειας, για παράδειγμα. Όσο προοδεύει ο άνθρωπος σε αυτή την κατεύθυνση, τόσο αυξάνεται η αγωνία που νιώθει για να διαπιστώσει τη σχάση της σχέσης του με τη φύση. Όσο ο άνθρωπος εισδύει στο μυστήριο του διαστήματος και του πυρήνα του ατόμου, τόσο νιώθει ανίκανος να ελέγξει την άμεση σχέση του με το υλικό του περιβάλλον και να αποφύγει μια καταστροφή της οποίας οι διαστάσεις αυξάνονται αδιάκοπα[xlii].
Αυτό δεν σημαίνει ότι προς την κατεύθυνση της εξάρσεως των οικολογικών αδιεξόδων δεν συνέβαλε και η χριστιανική παράδοση και κυρίως η Δυτική Θεολογία.
Αυτή, με κύριο εκπρόσωπο τον ιερό Αυγουστίνο, έθεσε τα θεμέλια του νεώτερου δυτικού πολιτισμού, μέχρι και των ημερών μας. Σύμφωνα με αυτήν την εσφαλμένη αντίληψη, μόνο ο άνθρωπος μέσα στην υλική δημιουργία σκέπτεται και έχει συνείδηση, και γι αυτό υπερτερεί των άλλων όντων. Ο Καρτέσιος αργότερα επεκτείνοντας την σκέψη του Αυγουστίνου υποστήριξε ότι τα σκεπτόμενα όντα είναι τα μόνα που αξίζουν τελικά, και γι αυτό η υλική δημιουργία δεν έχει άλλο σκοπό από το να υπηρετεί τη σκέψη, δηλαδή τον άνθρωπο(Μητροπολίτης Περγάμου Ι. Ζηζιούλας). Αυτή η θεώρηση οδηγεί τον άνθρωπο, μέσω κυρίως της τεχνολογικής προόδου, να κυριαρχεί επί της κτίσεως υποδουλώνοντάς την με όλα τα οδυνηρά αποτελέσματα που βιώνουμε καθημερινά. Έχουμε μία εσφαλμένη αντίληψη εδώ του «κατ’ εικόνα» και των ποιοτικών χαρακτηριστικών αυτού. Επομένως το οικολογικό πρόβλημα έχει βαθύτατες θεολογικές και πνευματικές ρίζες και η Εκκλησία οφείλει σήμερα να εκφράζει την δική Της άποψη και στάση ζωής βασιζόμενη στην Αγία Γραφή και την Ορθόδοξη Παράδοση.
Η Εκκλησία καλείται να κάνει οικεία στον άνθρωπο τη δική της πρόταση ζωής, τη δική της αντίληψη για τα μέγιστα και πρωτεύοντα του βίου. Οφείλει να καταθέσει στο σύγχρονο κόσμο τη δική της καλή αγγελία για τον άνθρωπο και τη ζωή. Και η δική της καλή αγγελία αναφέρει ότι αληθινή ζωή είναι η ενότητα και η κοινωνία. Κάθε χωρισμός είναι και μία μορφή θανάτου[xliii].
Μέσα στο χώρο της Εκκλησίας και με τη συμμετοχή στη Θ. Λατρεία και τα μυστήρια, ο άνθρωπος εξαγιάζεται και στην ουσία επιτελεί το έργο του Χριστού, δηλαδή να καθίσταται ιερέας της κτίσεως και έτσι να ενώνει τον κόσμο και να τον φέρνει σε κοινωνία με τον Θεό. Μέσα από τα μυστήρια της Εκκλησίας μας ο άνθρωπος αναστρέφει ουσιαστικά τη στάση του πρώτου Αδάμ και τελικά έχουμε επιστροφή στο «κατ’ εικόνα».
Συμπερασματικά, λοιπόν, θα μπορούσαμε να πούμε ότι, σύμφωνα με όσα είπαμε πριν, ο άνθρωπος πλασμένος « κατ’ εικόνα Θεού» αποτελεί κρίκο μεταξύ του Θεού και του κτιστού κόσμου και η αποστολή του έγκειται στο να ενώνει τον κόσμο, να τον αναφέρει στο Δημιουργό, να τον φέρνει σε κοινωνία μαζί Του και τελικά να τον εισαγάγει προς την αιωνιότητα. Αυτό θα καταστεί δυνατό αν ο άνθρωπος κάνει σωστή χρήση των ποιοτικών χαρακτηριστικών του «κατ’ εικόνα» και κυρίως της ελευθερίας που εκφράζεται ως δημιουργικότητα. Εξαρτάται από τον ίδιο τον άνθρωπο ποιά στάση θα επιλέξει ελεύθερα να τηρήσει. Αν δηλαδή θα είναι ο ιερέας της δημιουργίας ή αυτός που θα αυτονομήσει την κτίση και θα την οδηγήσει στη φθορά και το θάνατο. Δυστυχώς οδηγούμαστε στο συμπέρασμα ότι ο « κατ’ εικόνα Θεού» δημιουργηθείς άνθρωπος διαψεύδει κατά το φρικτότερο τρόπο τον προορισμό και το Δημιουργό του.
Το έργο της μεσιτείας ανάμεσα στο Θεό και τον κτιστό κόσμο δεν το πραγματοποίησε ο πρώτος Αδάμ. Βρήκε ωστόσο την πραγμάτωσή του στο πρόσωπο του δεύτερου Αδάμ, του Χριστού. Μόνο Αυτός φανερώνει την αρμονική σχέση του ανθρώπου με τον Θεό και κατ’ επέκταση με τον εαυτό του, το συνάνθρωπό του και τον κτιστό κόσμο.
Ο Χριστός αποτελεί την «ανακεφαλαίωση» όλης της δημιουργίας, και, επομένως, τον «κατ’ εξοχήν» Άνθρωπο, την αληθινή «εικόνα του Θεού».Στο πρόσωπο του Χριστού ο κόσμος αποκτά τον Ιερέα της Δημιουργίας, το πρότυπο της σωστής σχέσεως του ανθρώπου προς τον κτιστό κόσμο.
Μέσω του μυστηρίου της Θ. Ευχαριστίας, η δημιουργία αποκτά για μας μια ιερότητα, που την αποκτούμε όταν πραγματώνουμε μέσα μας ελεύθερα το « κατ’ εικόνα Θεού».
Η επιστροφή του ανθρώπου στο «κατ’ εικόνα» είναι η μόνη διέξοδος από τον κύκλο του παραλόγου της πτώσεως, που δημιουργεί τις ψευδαισθήσεις της ανασφάλειας και παρωθεί τον άνθρωπο στη διεκδίκηση δυνάμεως και αγαθών.
Με αυτόν τον τρόπο θα πάψει ο άνθρωπος να βλέπει τον κτιστό κόσμο ανθρωποκεντρικά και αυτονομημένο από τον δημιουργό, αλλά θα τον αντιμετωπίζει στην ολότητά του όπως του αρμόζει.
Το πώς βλέπουμε τον κόσμο συναρτάται από το πώς βλέπουμε τον εαυτό μας. Η ικανότητά μας να αντιλαμβανόμαστε και να βιώνουμε διαμορφώνεται σύμφωνα με το πώς έχουμε πλάσει τη δική μας εικόνα και ομοίωση. Αυτό σημαίνει ότι, για να αντιμετωπίσουμε αποτελεσματικά την οικολογική κρίση, οφείλουμε να αλλάξουμε την κοσμοεικόνα μας, και αυτό σημαίνει με τη σειρά του ότι οφείλουμε να αλλάξουμε την εικόνα για τον εαυτό μας.
 Το οικολογικό πρόβλημα έχει βαθύτατες θεολογικές και πνευματικές ρίζες και η Εκκλησία οφείλει σήμερα να εκφράζει την δική Της άποψη και στάση ζωής βασιζόμενη στην Αγία Γραφή και την Ορθόδοξη Παράδοση. Οφείλει να καταθέσει στο σύγχρονο κόσμο τη δική της καλή αγγελία για τον άνθρωπο και τη ζωή.
Έτσι μπορεί να συμβάλλει, σε συνεργασία και με την επιστήμη, στην επίλυση της οικολογικής κρίσης, εισάγοντας ένα άλλο είδος πολιτισμού.
Σας ευχαριστώ!!!



[i] .Βλ. Μητροπολίτου Περγάμου Ιωάν. Ζηζιούλα, Η κτίση ως ευχαριστία, εκδόσεις Ακρίτας, Αθήνα 1992,σ.70.
[ii] Μαξίμου Ομολογητού, Προς Θαλάσσιον περί διαφόρων απόρων,PG 90,625C.
[iii] Ως ελεύθερο παράγωγο της θελήσεως του Θεού ο κόσμος δεν μπορεί να συνυπάρχει αιώνια μαζί του∙ προέρχεται από την ανυπαρξία και για τούτο η θεία ενέργεια είναι θετική. Ως γένημα από το μη όν δεν μπορεί παρά να είναι προϊόν της Τριαδικής ελευθερίας, που ούτως ή άλλως είναι θετική. Τέλος, ως θετικό έργο είναι αποκύημα αβίαστης θελητικής αποφάσεως του Θεού, στον Οποίο μέσα, έξω ή δίπλα δεν συνυπάρχει καμία οντότητα.
[iv] Μαξίμου Ομολογητού, Κεφάλαια Σ´, περί θεολογίας και της ενσάρκου οικονομίας του Υιού Θεού,1, 48,50, 14, PG 90, 1100C-1101B, 1088C.Πρβλ. Ιερού Αυγουστίνου, Confessionum 11, IV, PL 32, 811׃<<clamant quod facta sintClamant etiam quod seipsa non fecerint׃Ideo sumus, quia facta sumus, non ergo eramus antequam essemus, ut fieri possemus a nobis>>. Πρβλ. Γρηγορίου Νύσσης, Λόγος Κατηχητικός ο Μέγας, 32, PG 45, 80׃<< Ου γάρ αν τι διαμένοι εν τω είναι μη τω όντι μένον∙ το δε κυρίως και πρώτως όν η θεία φύσις εστίν, ήν εξ ανάγκης πιστεύειν εν πάσιν είναι τοις ούσιν η διαμονή των όντων καταναγκάζει>>.
[v] Στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία διαφαίνονται ουσιαστικά τρείς απόψεις σχετικά με την προέλευση του κόσμου. Η πρώτη που αποδίδεται στον Ηράκλειτο, αρνείται τη δημιουργία του από κάποια θεότητα και θεωρεί τον κόσμο αιώνιο. Η δεύτερη άποψη, που αποδίδεται στον Πλάτωνα, μεταθέτει επίσης την αιτία του κόσμου εκτός του σύμπαντος και ταυτόχρονα θεοποιεί τη φύση. Τέλος η Τρίτη άποψη, που συνδέεται με τον Αριστοτέλη, αποδέχεται την αναγωγή της αιτίας του κόσμου σε κάποια θεία αρχή, κάποιον δημιουργό θεό.
[vi] Βλ. Βασιλείου Γιούλτση, Δημιουργία και οικολογικό πρόβλημα στην Ορθόδοξη Θεολογία, Άνθρωπος και περιβάλλον, Πάφος 1994, σ.15.
[vii] Μαξίμου Ομολογητού, Κεφάλαια περί αγάπης 4, 1-2, PG 1048BC. Πρβλ. Κεφάλαια Σ´, περί θεολογίας και της ενσάρκου οικονομίας του Υιού Θεού 1, 48, PG 90,1100CD.
[viii] Βλπ.Ανέστη Κεσελόπουλου, Άνθρωπος και φυσικό περιβάλλον, Εκδόσεις Δόμος,1992, σ.36
[ix] Γέν. 1,26. Πρβλ. Σοφ. Σολ. 2,23 και ευχή Τρισαγίου Ύμνου των θ. Λειτουργιών του Μ. Βασιλείου
και του Ιωάν. Χρυσοστόμου
[x] Γρηγορίου Νύσσης, Περί κατασκευής του ανθρώπου, 16, PG 44,180B.ΕΠΕ 5, 114.
[xi] Γεωργίου Φλορόφσκυ, Δημιουργία και απολύτρωση, (μτφ. Παναγ. Πάλλη), εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1983, 83
[xii] Πλάτωνος, Γοργίας, 510Β. Αριστοτέλους, Ηθικά Νικομάχεια, 1155 α 34 1165b.
[xiii] Ηλία Β. Οικονόμου, Θεολογική Οικολογία-θεωρία και πράξη, Αθήνα 1994, σ.129
[xiv] Όπ. παρ. σ.135
[xv] Καλλίστου Γουέαρ, Η αξία της υλικής δημιουργίας, δοκίμιο από το βιβλίο με τίτλο Άνθρωπος και περιβάλλον, εκδ. Ιεράς Μονής Αγ. Νεοφύτου, Πάφος 1994, σ.28.
[xvi] Ηλία Β. Οικονόμου, Θεολογική Οικολογία, Αθήνα 1994,σ.122
[xvii] Ανέστη Κεσελόπουλου, Άνθρωπος και φυσικό περιβάλλον, εκδ. Δόμος, Αθήνα 1992, σ.221.
[xviii] Όπ. παραπ. σ.223
[xix] Βλ. Κάλλιστου Γουέαρ, Η αξία της υλικής δημιουργίας, δοκίμιο από το βιβλίο Άνθρωπος και περιβάλλον, Ιερά Μονή Αγ .Νεοφύτου,Πάφος 1994,σ.36
[xx] Βλ. Ανέστη Κεσελόπουλου, Άνθρωπος και φυσικό περιβάλλον, εκδ.Δόμος, Αθήνα 1992, σ.224
[xxi] Βλ.Ιωάννου Χρυσοστόμου, Ομιλία Η´ εις Γότθους.PG, 63,509׃«…ουκ ανάγκη δέδεται τα ημέτερα, αλλά ελευθερία τετίμηται».
[xxii] Περί ενανθρωπήσεως του Λόγου 3,26-40, ΒΕΠΕΣ 30,77.
[xxiii] Μαξίμου Ομολογητού, Εξήγησις της κινήσεως, PG 90, 137ABC.Πρβλ. Ιωάννου Δαμασκηνού, Έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως, 2,30, PG 94, 969B-973A.
[xxiv] Πρβλ. Πλάτωνος, Πολιτεία, 10,617e׃«Αιτία ελομένου∙Θεός αναίτιος».
[xxv] Βλ. Κάλλιστου Γουέαρ, Η αξία της υλικής δημιουργίας, δοκίμιο από το βιβλίο με τίτλο Άνθρωπος και περιβάλλον, εκδ Ιεράς Μονής Αγ. Νεοφύτου, Πάφος 1994, 36,37
[xxvi] Από την ορθόδοξη νεκρώσιμη ακολουθία.
[xxvii] Βλ. Σταύρου Φωτίου, Η Εκκλησία στο σύγχρονο κόσμο, Εκδ Αρμός, σ.99
[xxviii] Βλ. Ανέστη Κεσελόπουλου, Άνθρωπος και φυσικό περιβάλλον, Δόμος, Αθήνα 1992,228.
[xxix] «Η ενσάρκωση, κεντρικό γεγονός της πίστης, δεν επιτρέπει τη διχοτόμηση του ανθρώπου με απόλυτη προτεραιότητα στο πνεύμα ή στη διάνοια. Η πίστη δεν γνωρίζει και δεν θα αναγνωρίσει ποτέ τα δικαιώματα του φιλοσοφικού δυαλισμού στο χώρο της ανθρωπολογίας. Ο άνθρωπος είναι πνεύμα και ύλη, σώμα και ψυχή ενωμένα. Δεν υπάρχει ανθρώπινη ύπαρξη χωρίς υλική υπόσταση. Ακόμη και η ανάσταση των νεκρών θα είναι ενσώματη». Νίκος Νησιώτης,«Η φύση ως κτίση», Σύναξη 14, 1985,15.
[xxx] Βλ. Ανέστη Κεσελόπουλου, Άνθρωπος και φυσικό περιβάλλον, Δόμος, Αθήνα 1992,228
[xxxi] Βλ. Μητροπολίτου Περγάμου Ιωάννου Ζηζιούλα, Η κτίση ως Ευχαριστία, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 1992, 120
[xxxii] Βλ. Ν. Νησιώτη, Η πνευματολογική Χριστολογία της φύσεως, δοκίμιο από το βιβλίο Άνθρωπος και περιβάλλον της Ι. Μονής Αγ. Νεοφύτου, Πάφος 1994, 74
[xxxiii] Βλ. Ανέστη Κεσελόπουλου, Άνθρωπος και φυσικό περιβάλλον, Εκδ. Δόμος 1992, 228
[xxxiv] Βλ. Μητρ. Περγάμου Ι. Ζηζιούλα, Η κτίση ως ευχαριστία, Ακρίτας, Αθήνα 1992, 120,121
[xxxv] Βλ. Α. Κεσελόπουλου, Άνθρωπος και φυσικό περιβάλλον, Δόμος, Αθήνα 1992, 229
[xxxvi] Βλ. Μητρ. Περγάμου Ι. Ζηζιούλα, Η κτίση ως ευχαριστία, Ακρίτας, 1992,121.
[xxxvii] Βλ. Β. Γιούλτση, Δημιουργία και οικολογικό πρόβλημα, δοκίμιο από το βιβλίο Άνθρωπος και περιβάλλον, Ι. Μ. Αγ. Νεοφύτου, Πάφος 1994, 19,20.
[xxxviii] Βλ. Ν. Νησιώτη, Η πνευματολογική χριστολογία της φύσεως, Άνθρωπος και περιβάλλον, Ι. Μ. Αγ.  Νεοφύτου,Πάφος 1994,81.
[xxxix] Βλ. Μητρ. Περγάμου Ι.Ζηζιούλα, Η κτίση ως ευχαριστία. Ακρίτας,Αθήνα 1992,121.
[xl] Βλ. Μητροπ. Διοκλείας Κάλλιστου Γουέαρ, Αρχή Ημέρας, Ι. Προσκήνυμα Αγ. Γεωργίου του εν Ιωαννίνοις, 2007,20,21
[xli] Βλ. Φίλιππου Σέρραρντ, Θάνατος και Ανάσταση της ιερής κοσμολογίας, Εκδ. Εν πλώ, 2008, σ.13
[xlii] Βλ. Ν. Νησιώτη, Η πνευματολογική Χριστολογία της φύσεως, Δοκίμιο από το βιβλίο, Άνθρωπος και περιβάλλον, Ι. Μ. Αγ. Νεοφύτου, Πάφος 1994, σ. 80.
[xliii] Βλ. Σταύρου Φωτίου, Η Εκκλησία στο σύγχρονο κόσμο, Εκδ, Αρμός, σ.125.

Δεν υπάρχουν σχόλια: