Του Ιωάννη Θειακούλη, Επίτιμος Σχολικός Σύμβουλος Π.Ε.
Η λογοτεχνία συμβάλλει στην
αισθητική πλευρά του ανθρώπου, στην πνευματική του καλλιέργεια, την ψυχαγωγία
και την ανάπτυξη της προσωπικότητας. Ο χώρος της παιδικής λογοτεχνίας
διευρύνεται συνεχώς και από πλευράς περιεχομένου και από πλευράς μορφής. Μέσα από την παιδική λογοτεχνία τα παιδιά
έρχονται σε επαφή με τη γλώσσα, την ιστορία, τη γεωγραφία, τη διαπολιτισμική
εκπαίδευση, τη λαογραφία, τις κοινωνικές δομές και την αισθητική απόλαυση των
κειμένων.
Κάθε χρόνο στις 2 Απριλίου, ημέρα
γενεθλίων του Hans
Cristian
Andersen, σε όλο
τον κόσμο γιορτάζεται η διεθνής ημέρα του παιδικού βιβλίου. Τη γιορτή αυτή
καθιέρωσε η Διεθνής Οργάνωση Βιβλίων για την Νεότητα (I.B.B.Y.) σε συνεργασία με την Unesco, τη Unicef, τη Διεθνή Επιτροπή Βιβλίου και την
Ομοσπονδία Βιβλιοθηκάριων και Βιβλιοθηκών. Με αφορμή την ημέρα αυτή,
επιχειρούμε μια σύντομη αναφορά στην νεοελληνική παιδική λογοτεχνία. Στην
παιδική λογοτεχνία περιλαμβάνονται κείμενα που φέρνουν σε επαφή το παιδί με το
αισθητό φαινόμενο της τέχνης – και ειδικότερα της λογοτεχνίας – με έναν τρόπο
που αντιστοιχεί στην παιδική ηλικία και το βοηθάει να διαμορφώσει σωστές
αισθητικές αντιλήψεις, που οδηγούν στην απόλαυση του κειμένου. Η αισθητική
διαπαιδαγώγηση αρχίζει από την κούνια του παιδιού με το νανούρισμα και
συνεχίζει με το παραμύθι. Είναι αναγκαίο να συνεχιστεί κατά την σχολική ηλικία
με την λογοτεχνία που απευθύνεται στα παιδιά.
Ο (Η) συγγραφέας που γράφει για
παιδιά προσπαθεί να βρει τρόπους, μέσα, σχήματα που ακουμπούν την παιδική ψυχή,
προσπαθεί να μιλήσει μέσα από το στόμα ενός παιδιού, να δει μέσα από τα μάτια
ενός παιδιού και να αισθανθεί μέσα από την καρδιά του, με έναν τρόπο αισθητικό,
ελκυστικό, ευχάριστο. Και τούτο γιατί μόνο ότι είναι όμορφο και με τέχνη δοσμένο,
μόνο ό,τι συγκινεί την καρδιά και διεγείρει το νου αποκτά ενδιαφέρον για το
παιδί. Ο λογοτέχνης εναρμονίζει μέσα του τον δημιουργό, το γλωσσολόγο, το
γλωσσοπλάστη, τον παιδαγωγό, την ελευθερία και την δέσμευση. Την ελευθερία –
που είναι αναγκαία προϋπόθεση κάθε δημιουργίας – και την δέσμευση που θέτουν τα
όρια της παιδικής ψυχής και της παιδικής αντίληψης. Τα παραπάνω χαρακτηριστικά
τα συναντάμε και στην νεοελληνική παιδική λογοτεχνία, η οποία έχει ζωή πάνω από
150 χρόνια, παρουσιάζοντας μεγάλη άνθηση τα τελευταία 30 χρόνια. Στο πρώτο
στάδιο τα παιδικά λογοτεχνήματα κινούνται σε ένα χώρο οικειότητας, χωρίς
υπερβολές. Παράδειγμα “Τα ψηλά βουνά” του Ζ. Παπαντωνίου και η “Διάπλασις των
Παίδων” του Γρ. Ξενόπουλου. Αργότερα, οι αγώνες της Ελλάδας – στις αρχές του 20ου
αιώνα – για εδαφική αύξηση μετατοπίζουν το ενδιαφέρον της παιδικής λογοτεχνίας
στα εθνικά θέματα (Ιων. Δραγούμης, Πηνελόπη Δέλτα) όπου κυριαρχεί ο υψηλός
πατριωτικός παλμός, χωρίς να έχει τίποτα το σωβινιστικό. Από το 1930 και έπειτα
η παιδική λογοτεχνία επανέρχεται θεματολογικά και αισθητικά στο χώρο που κινήθηκε
ο Δημοτικισμός (Αντ. Μεταξά - Θεία Λένα, Στ. Σπεράντζας, Β. Ρώτας). Στην
συνέχεια η “Γυναικεία Λογοτεχνική Συντροφιά” (1958) και ο “κύκλος του Ελληνικού
παιδικού βιβλίου” (1962) συμβάλλουν σημαντικά στην ανάπτυξη της νεοελληνικής
λογοτεχνίας. Την εποχή αυτή στο χώρο της
λεγόμενης παραλογοτεχνίας κυριαρχούν ο “Μικρός Ήρωας” και τα εικονογραφημένα “κλασσικά”.
Από το 1970 και κυρίως μετά την μεταπολίτευση (1974) παρουσιάζεται μια εντυπωσιακή
παραγωγή λογοτεχνικών βιβλίων που απευθύνεται στα παιδιά. Τα βιβλία της εποχής
μας αντιμετωπίζουν το παιδί ως ισότιμο μέλος της κοινωνίας και αποβλέπουν στην
διαμόρφωση νέων που είναι κοινωνικά συνειδητοποιημένοι. Η θεματολογία
διευρύνεται σημαντικά, αφού γίνεται πεποίθηση πως όλα σχεδόν τα θέματα και τα
προβλήματα μπορεί κάποιος να τα θίξει στα βιβλία που γράφονται για παιδιά
(πολιτικά, ιστορικά, οικολογικά, κοινωνικά όπως είναι το ψέμα, το διαζύγιο, τα
ναρκωτικά, το έιτζ, ο κοινωνικός ρατσισμός, κτλ). Εκείνο που αποκτά ιδιαίτερη
σημασία είναι ο τρόπος προσέγγισης και παρουσίασης (αισθητικός, συγκινησιακός,
ανταποκρινόμενος στον ψυχικό κόσμο του παιδιού και στα όρια του αντιληπτικού
του πεδίου). Η γλώσσα έχει έναν ανθρώπινο ρεαλισμό, είναι απλή, καθημερινή,
κατανοητή. Πολλές φορές χρησιμοποιείται ο διάλογος ή το χιούμορ για να γίνει το
ανάγνωσμα πιο ζωντανό, πιο ευχάριστο. Τα περισσότερα λογοτεχνήματα τα διακρίνει
ο ρεαλισμός των καταστάσεων και μια
ισοζυγισμένη διατύπωση γεγονότων, συναισθημάτων, ιδεών. Εκπρόσωποι της
σύγχρονης παιδικής λογοτεχνίας είναι η Α. Ζέη, η Γ. Γρηγοριάδου – Σουρέλη, η Ε.
Φακίνου, η Αγγ. Βαρελά, η Μ. Κλιάφα, ο Μ. Κοντολέων, η Λ. Ψαραύτη, ο Χ.
Σακελλαρίου, ο Ν. Σκιαδάς, η Λ.Π. Ανδρουτσοπούλου, ο Ι. Ιωαννίδης, ο Ε.
Τριβιζάς, η Σ. Μαντούβαλου, η Σ. Ζαραμπούκα, η Σ. Φίλντιση, Ζ. Βαλάση, Μ.
Λοίζου, η Β. Αγγελοπούλου και πολλοί άλλοι.
Αναμφίβολα η σύγχρονη εποχή της
ελληνικής παιδικής λογοτεχνίας με την έκδοση μεγάλου αριθμού παιδικών βιβλίων –
που τα χαρακτηρίζει η ποιότητα και η αισθητική – μπορεί να χαρακτηρισθεί ως
περίοδος άνοιξης στο χώρο αυτό. Γενικά, γίνεται αποδεκτό πως το παιδικό βιβλίο
ανοίγει ένα παράθυρο στον κόσμο, ακονίζει το νου, βαθαίνει το συναισθηματικό
ορίζοντα, καλλιεργεί τη γλώσσα, ενισχύει την πίστη στις ανθρώπινες αξίες,
προωθεί την αυτογνωσία, ανοίγει δρόμους για μια διαφορετική αντίληψη της
αισθητικής και της ποιότητας. Καθίσταται λοιπόν αναγκαίο να προωθείται με κάθε
μέσο, κάθε τρόπο όλες τις ημέρες του έτους και όχι μόνο την ημέρα “Της
παγκόσμιας Παιδικής Λογοτεχνίας”.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου