*του Γιώργου Μουλκιώτη
Ζούμε σε μια εποχή παγκόσμιας μετάβασης σε όλους τους τομείς, και οι αλλαγές που ζούμε είναι συνδεδεμένες με αυτήν. Η Ιστορία μάς διδάσκει ότι αυτός που πρωτοστατεί στη νέα εποχή, έχει πάντα συγκριτικό πλεονέκτημα. Οποιος μπορέσει να αποκτήσει ρόλο και να ορίσει τη νέα εποχή, μπορεί να χτίσει μια νέα βάση για τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου της κοινωνίας, των όρων απασχόλησης και της κοινωνικής δικαιοσύνης.
Ζούμε σε μια χώρα μικρή, με συγκεκριμένο ενεργό πληθυσμό, μικρή εσωτερική αγορά, όπου βιώνουμε τις επιπτώσεις της εξάρτησης του παραγωγικού μας μοντέλου από εποχικές δραστηριότητες. Γι’ αυτό, η αλλαγή του εργασιακού υποδείγματος μπορεί να δημιουργήσει μια νέα και καλύτερη πραγματικότητα για την κοινωνία και συνολικά για τη χώρα. Γι’ αυτό, το διακύβευμα είναι αν στο πεδίο της εργασίας θα επικρατήσει η λογική της αυτορυθμιζόμενης αγοράς ή αν οι δημόσιες πολιτικές και ο κοινωνικός και δημοκρατικός έλεγχος θα αποτελέσουν κομμάτι ενός νέου αναπτυξιακού σχεδιασμού που θα αντιμετωπίσει το δημογραφικό πρόβλημα, θα εγγυάται τη δημοκρατία και την κοινωνική συμμετοχή, με στόχο τη διασφάλιση ποιοτικών θέσεων εργασίας, την καταπολέμηση της φτώχειας και την προστασία των ευάλωτων ομάδων.
Τα παραπάνω βρίσκονται στον αντίποδα της πολιτικής που επί 29 μήνες εφαρμόζει η συντηρητική κυβέρνηση της Ν.Δ., η οποία αντιλαμβάνεται τη μετάβαση μόνο ως σημαία ευκαιρίας για να εφαρμόσει τα δήθεν «μεταρρυθμιστικά» της σχέδια. Προσηλωμένη στον στόχο της, δεν διστάζει να αλλάξει την αγορά εργασίας στην κατεύθυνση της απόλυτης ευελιξίας, της μείωσης αποδοχών, της αποδυνάμωσης των συλλογικών διαπραγματεύσεων, της απόλυτης απορύθμισής της. Μιλάει για τον εκσυγχρονισμό της, αλλά αγνοεί ένα αδιαμφισβήτητο δεδομένο: ότι οι πιο χαμηλοί μισθοί παρουσιάζονται εκεί όπου η συλλογική διαπραγμάτευση είναι πιο αδύναμη.
Μιλάει για τη δήθεν μέριμνά της για τους πολλούς, αλλά ο κατώτατος μισθός βρίσκεται κάτω από το όριο της απόλυτης και της σχετικής φτώχειας, μην μπορώντας να εξασφαλίσει αξιοπρεπείς συνθήκες διαβίωσης, ενώ οι υποσχέσεις για το επίπεδο της αύξησής του δεν πείθουν κανέναν.
Μιλάει για επίλυση του προβλήματος με τις εκκρεμείς συντάξεις, αλλά στον προϋπολογισμό του 2022 προβλέπεται αύξηση των δαπανών για κύριες συντάξεις κατά μόλις 50 εκατομμύρια ευρώ, ενώ η εκτίμηση για τη δαπάνη 152.000 εκκρεμών αιτήσεων του κλάδου κύριας σύνταξης είναι περίπου 557 εκατομμύρια ευρώ. Στην πραγματικότητα, για άλλη μία φορά, εμπαίζει τους «συνταξιούχους χωρίς σύνταξη», καθώς ούτε το 2022 θα πάρουν τα δικαιούμενα.
Μιλάει για λήψη μέτρων για δημογραφικό και υπογεννητικότητα, αλλά δεν παρέχει κανένα κίνητρο στους νέους για να κάνουν παιδιά. Είναι χαρακτηριστικό ότι δεν βρήκε τρόπο να διασφαλίσει πόρους από το Ταμείο Ανάκαμψης για κοινωνική στέγη, όπως έκανε η Πορτογαλία, ώστε να μειώσει σημαντικά το κόστος στέγασης των νέων ανθρώπων.
Είναι προφανές ότι το brain drain, η ανεργία και η εργασιακή φτώχεια θα εντείνουν τα αδιέξοδα των νέων και το δημογραφικό. Διότι, ίσως το μεγαλύτερο δυστύχημα για τον ελληνικό λαό είναι ότι, μέσα από πολλές επικεφαλίδες και νομοθετήματα, ξεφεύγει στην κυβέρνηση η αξία της ζωής, το υποκείμενο της οικονομίας και της κοινωνίας, ο νέος άνθρωπος.
Δυστυχώς για την Ελλάδα, με την κυβέρνηση της Ν.Δ., αντί να είμαστε πρωτοπόροι στην εποχή της μετάβασης, χάνεται η ευκαιρία να ακολουθηθεί μια άλλη πορεία που θα έβλεπε την εργασιακή σταθερότητα, την προστασία των θέσεων απασχόλησης, τις θεσμοθετημένες αξιοπρεπείς αμοιβές, τα δικαιώματα λόγου των εργαζομένων στους όρους εργασίας, ως την αφετηρία για μια άλλη συμβολή της εργασίας στην αύξηση της παραγωγικότητας και έναν άλλο αναπτυξιακό δρόμο.
Γι’ αυτό είναι η κατάλληλη ώρα για νέα πορεία, την οποία προτείνει το ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής, που βλέπει την αναγκαιότητα εδραίωσης ενός νέου εργασιακού υποδείγματος, ικανού να διασφαλίζει ανάπτυξη με καθαρούς όρους κοινωνικής δικαιοσύνης και άμβλυνσης διακρίσεων και ανισοτήτων.
* Βουλευτής Βοιωτίας με το Κίνημα Αλλαγής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου