Η αλήθεια είναι ότι κράταγα την εξομολόγησή μου στο protagon για την τελευταία ημέρα του προεκλογικού αγώνα, αλλά αφού οι «αποκαλύψεις» άρχισαν νωρίτερα, οφείλω κι εγώ να αποκαλυφθώ πρόωρα. Λοιπόν κι εγώ δεν το είχα ξανακάνει. Και μάλιστα πίστευα ότι δεν θα χρειαστεί να το κάνω ποτέ. Το σκέφτηκα από δω, το σκέφτηκα από εκεί. Το ζύγισα και το ξαναζύγισα Είχα τους δισταγμούς μου, τις αμφιβολίες μου, τους ενδοιασμούς μου. Μήπως δεν πρέπει να το τολμήσω; Μήπως δεν είναι κατάλληλο το περιβάλλον; Μήπως δεν επέλεξα σωστό παρτενέρ; Μήπως είναι η λάθος στιγμή και πρέπει να το αναβάλλω κι άλλο; Από την άλλη η πρόταση «να το κάνω» ήταν σκέτος πειρασμός. Χωρίς προϋποθέσεις και όρους. Χωρίς καν υποσχέσεις, ότι «θα περάσουμε ζάχαρη». Κι από την άλλη το συναίσθημα ότι «δεν γίνεται να περιμένεις άλλο» δυνάμωνε. Ειδικά όταν έβλεπα να το κάνουν γύρω μου ένα σωρό άλλοι, όπου και όπως λάχει. Ενέδωσα λοιπόν. Είναι πράγματι η πρώτη μου φορά.
Η πρώτη φορά που αποφάσισα να είμαι υποψήφιος σε εκλογές. Και τι εκλογές μάλιστα. Για την Ευρωβουλή και με το Ποτάμι, που ήξερα από την αρχή ότι θα ακούσει πολλά και από πολλούς, που αισθάνθηκαν σαν τα κακομαθημένα παιδιά, που κάποιος μπήκε απρόσκλητος στο δωμάτιο με τα παιχνίδια τους. Αυτός ο δρόμος ήταν ανεξιχνίαστος μέχρι τώρα και η ανησυχία ότι μπορεί να χάσεις κάποια πράγματα μεγάλος. Όχι όλα βέβαια. Κάποια δεν χάνονται. Ήμουν σίγουρος ότι δεν θα χάσω την αγάπη για κάποια πράγματα που είναι αδιαπραγμάτευτα. Αλλά δεν ήξερα αν για παράδειγμα θα χάσω κάποιους φίλους, που μπορεί να διαφωνούσαν με αυτή την επιλογή.
Σήμερα, δύο μήνες μετά, απλά νιώθω τεράστια ευγνωμοσύνη για όλους εκείνους, που στήριξαν μια επιλογή μου, ακόμα και αν διαφωνούσαν με αυτή. Είδα ποιοι είναι οι πραγματικοί φίλοι και ποιοι βλέπουν την πολιτική σαν ένα βαρύ και ανθυγειινό επάγγελμα, στο οποίο σε πάει μακριά η μικροψυχία και η υποκρισία.
Γνώρισα πολλούς υπέροχους ανθρώπους αυτούς τους δύο τελευταίους μήνες και μόνο αυτό είναι αρκετό να δικαιώσει την επιλογή μου. Όπως την επιβεβαίωσε και η αρχική αλαζονεία των «παλιών στο κουρμπέτι», που μετατράπηκε σταδιακά σε διερευνητική προσέγγιση, όταν θεώρησαν ότι αυτή η προσπάθεια μπορεί και να μην είναι τόσο καταδικασμένη. Είχα δίκιο να πιστεύω ότι πρέπει να μπουν και φυσιολογικοί άνθρωποι στην πολιτική και όχι μόνο εκείνοι, που «πλακώνονται» στα παράθυρα και χαζογελάνε μεταξύ τους στα διαφημιστικά διαλείμματα, σκηνοθετώντας τον επόμενο καβγά. Αυτή ήταν η πιο δυσάρεστη όψη του νομίσματος αλλά την ήξερα λίγο έως πολύ, λόγω δουλειάς. Το καινούριο για μένα ήταν άλλο: Οι συζητήσεις σε δρόμους και πλατείες ήταν μια πρωτόγνωρη εμπειρία για έναν άνθρωπο σαν κι εμένα που δεν είναι και το πιο εξωστρεφές πλάσμα του κόσμου. Ηταν αν θέλετε η απλή διαπίστωση ότι τελικά δεν είσαι μόνος γιατί υπάρχουν και άλλοι που σκέφτονται τα ίδια με σένα. Κι άλλοι που θέλουν να κάνουν κάτι δημιουργικό, πέρα από το να βρίζουν την οθόνη και να μουτζώνουν τη Βουλή.
Συγκλονιστικό ήταν, τέλος, να βλέπεις πως ένα τέτοιο πρωτόγνωρο πολιτικό πείραμα μπορεί να κάνει έναν άνθρωπο να βελτιώνεται καθημερινά και να βγάζει από μέσα του κάποια πράγματα που παλιά δεν τα διέκρινες. (Και δεν εννοώ εμένα με αυτό, για να μην παρεξηγηθώ. Άλλους εννοώ). Αυτά είναι τα δικά μου κέρδη από την πρώτη μου φορά. Υπάρχουν και άλλα πολλά. Αλλά δεν προλαβαίνω να τα γράψω όλα τώρα. Έχουμε άλλωστε ακόμα δύο και κάτι εικοσιτετράωρα χρόνο για να σας πείσουμε να έρθετε να το δοκιμάσετε μαζί μας...
ΥΓ.: Στεναχωρήθηκα όταν είδα ότι κάποιοι άνθρωποι που εκτιμούσα δεν διαθέτουν ίχνος χιούμορ. Δεν ξέρω τι είναι χειρότερο. Να το έχασαν λόγω της πολύχρονης ενασχόλησης με την πολιτική ή να μην το διέθεταν τελικά ποτέ.
*Ο Κώστας Αργυρός δημοσιογραφεί επί 25 χρόνια περί ευρωπαϊκών θεμάτων. Είναι υποψήφιος ευρωβουλευτής με Το Ποτάμι.