Παρασκευή 10 Αυγούστου 2018

Ριζική αναστήλωση των κελιών και του Πρεσβυτερίου της Σκριπούς - Ομόφωνα του ΔΣ ενέκρινε την αρχιτεκτονική μελέτη, μέρος του «Αρχαιολογικού Πάρκο Ορχομενού»



Την ομόφωνη έγκρισή του στην τελική αρχιτεκτονική μελέτη του έργου: «ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΚΤΗΡΙΟΥ ΚΕΛΙΩΝ – ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΙΟΥ Ι. Ν. ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΣΚΡΙΠΟΥΣ ΣΤΟΝ ΟΡΧΟΜΕΝΟ ΒΟΙΩΤΙΑΣ» - μελέτη που χρηματοδοτείτε από το πρόγραμμα του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων  ( https://orchomenos-press.blogspot.com/2018/07/blog-post_43.html) - 
έδωσε το χθεσινοβραδινό Δημοτικό μας Συμβούλιο. Μια μελέτη που πραγματοποίησε η ομάδα των  κ.κ. Γεωργία Μακρυνόρη, αρχιτέκτων MSC, Ε.Μ.Π., Σωτήρης Βογιατζής, Δρ. αρχιτέκτων Ε.Μ.Π., ως σύμβουλος, Άννα Αρβανιτάκη, Δρ. πολιτικός μηχανικός και Κωνσταντίνος Καστανιάς, Η/Μηχανολόγος (
από το Υπουργείο Πολιτισμού- Δ/νση Βυζαντινών. &  Μεταβυζαντινών μνημείων» (ΑΔΑ: 9Γ8Σ4653Π4/ΔΥ0). Πλέον ο Δήμος Ορχομενού είναι σε θέση να υποβάλλει την ένταξή της χρηματοδότησης του έργου στο Ε.Σ.Π.Α. 2014-2020 της Περιφέρειάς Στερεάς Ελλάδας, διεκδικώντας επιπλέον 860.000 ευρώ για την υλοποίησή του!  Σταθερός πάντοτε σύμμαχος και συμπαραστάτης της τοπικής μας κοινωνίας είναι η ΕΦΑ Βοιωτίας και η εμπνευσμένη της Έφορος  κα Αλεξάνδρα Χαραμή. 

Διαβάστε αναλυτικά την σχετική τεχνική έκθεση και την ανάλυσή της... 

 ΤΕΧΝΙΚΗ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ
Προμελέτη αποκατάστασης 
κτηρίου κελλιών–πρεσβυτερίου 
Ι. Ν.Παναγίας Σκριπούς 
στον Ορχομενό Βοιωτίας


Πρόκειται για το κτήριο των κελλιών που βρίσκεται στα νότια του γνωστού μνημείου του 9ου αιώνα, στις παρυφές του Δήμου Ορχομενού του Νομού Βοιωτίας του Ιερού Ναού της Παναγίας Σκριπούς. Ο ναός γειτνιάζει άμεσα με τον εκτεταμένο αρχαιολογικό χώρο του Ορχομενού από όπου έχει αφαιρεθεί μεγάλο μέρος του οικοδομικού υλικού με το οποίο κατασκευάστηκε ο ναός. Το όνομα Σκριπού προέρχεται από την παλαιότερη ονομασία του Ορχομενού επί Τουρκοκρατίας. Η σημασία του μνημείου έγκειται στο γεγονός ότι είναι ακριβώς χρονολογημένο με επιγραφή το 873/4, είναι δηλαδή ένα από τα τέσσερα ακριβώς χρονολογημένα μνημεία του 9ου αιώνα στην Ελλάδα, και μάλιστα είναι εκείνο που βρίσκεται σε καλύτερη κατάσταση, σχεδόν ατόφιο. Σώζεται δε και το όνομα του χορηγού το οποίο εντοπίζεται στις εντοιχισμένες στο μνημείο επιγραφές.
Η μελέτη αποκατάστασης του ναού μετά την πυρκαϊά του Φεβρουαρίου 1996, εγκρίθηκε από το Υπουργείο Πολιτισμού με την απόφαση ΥΠΠΟ/ΔΑΒΜΜ /56167π.ε/2223π.ε/29-6-98 και το έργο εκτελέστηκε με επιτυχία από την Δ/νση Αναστήλωσης Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Μνημείων του ΥΠΠΟ.
Στη συνέχεια εκπονήθηκε μελέτη διαμόρφωσης του περιβάλλοντος χώρου η οποία εγκρίθηκε με απόφαση του ΥΠΠΟ αλλά δεν εκτελέστηκε ποτέ. Αργότερα έγινε νέα μελέτη από το γραφείο Διαμαντόπουλου συνολικής ανάδειξης των αρχαιολογικών χώρων του Ορχομενού, η οποία περιλάμβανε και την μελέτη του περιβάλλοντος χώρου της Παναγίας, και η οποία εγκρίθηκε με την απόφαση ΥΠ.ΠΟ.Α/ΓΔΑΠΚ/ ΔΙΠΚΑ/ΥΠΚΑΧΜΑΕ /Φ15/240584/141329/ 15358 /4373/ 30-11-2015. Στην απόφαση αυτή προβλέπεται η επισκευή του κτηρίου των κελλιών μετά από εκπόνηση σχετικής μελέτης. Η μελέτη αποκατάστασης του κτηρίου ανατέθηκε τελικά με χρηματοδότηση από το σωματείο «ΔΙΑΖΩΜΑ» στο αρχιτεκτονικό γραφείο της Γεωργίας Μακρυνόρη. 
Η παρούσα τεχνική περιγραφή αφορά την πρώτη φάση της μελέτης, τροποποιημένη σύμφωνα με την απόφαση ΥΠΠΟΑ/ΓΔΑΜΤ/ ΔΑΒΜΜ /409736/40034/3226/7-9-2017 και περιλαμβάνει την αποτύπωση της υπάρχουσας κατάστασης και προμελέτη διευθέτησης των χρήσεων. 
Στην ομάδα μελέτης ασχολήθηκαν οι:
Γεωργία Μακρυνόρη, Αρχιτέκτων Παν. Πάτρας
Σωτήρης Βογιατζής, Δρ. Αρχιτέκτων, ως σύμβουλος
Δημήτρης Προκάκης, Τοπογράφος ΑΠΘ.

Ιστορικά.
Έχει επανειλημμένα τονιστεί από τους ιστορικούς το μεγάλο χάσμα στην ελληνιστική παράδοση του βυζαντινού πολιτισμού από τον 7ο έως τον 9ο αιώνα, επί δύο αιώνες που έχουν ονομασθεί από τους ιστορικούς «σκοτεινοί»[1]. Από τους πρώτους ναούς που κτίζονται στον Ελλαδικό χώρο με το τέλος αυτής της περιόδου είναι και η Παναγία Σκριπούς. Κτισμένη από τον πρωτοσπαθάριο Λέοντα και χρονολογημένη ακριβώς το 873/4 αποτελεί μαζί με τον Άγιο Ιωάννη Μαγκούτη, κτισμένο στην Αθήνα από τον Δρουγγάριο Ιωάννη (871)[2], τον Άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο στην Θήβα (872)[3], την Επισκοπή Ευρυτανίαςκαι την Επισκοπή της Σκύρου (895)[4] την ομάδα των γνωστών ναών του 9ου αιώνα. Επιπροσθέτως, σημαντικός αριθμός γλυπτών, που μπορούν να ταυτιστούν με μέλη που προέρχονται από εκκλησίες, σώζεται από την εποχή αυτή στην ευρύτερη περιοχή[5]. Όλα τα παραπάνω προδίδουν μια μεγάλη οικονομική άνθηση που ταυτίζεται με την ανακατάληψη ή μάλλον τον εξελληνισμό των επαρχιών του Ελλαδικού Θέματος που επιχειρείται την εποχή αυτή από το επίσημο βυζαντινό κράτος. Στην προσπάθεια αυτή φαίνεται ότι εντάσσεται και η κατασκευή της Παναγίας.
Είναι άγνωστο, αλλά πιθανόν, ο ναός να κτίστηκε ως καθολικό μονής. Η ιστορία αυτής της μονής που περιέβαλλε για μεγάλο μέρος της ιστορίας του μνημείου είναι παντελώς άγνωστη, αφού σώθηκαν ελάχιστα κτήρια και καθόλου γραπτά στοιχεία. Ωστόσο σε φωτογραφίες του Strzygowski[6] διακρίνονται μοναχοί καθισμένοι στην νότια κεραία της εκκλησίας γεγονός που σημαίνει ότι τουλάχιστον έως το 1890 περίπου (οπότε γράφτηκε το άρθρο) το μοναστήρι λειτουργούσε ακόμα. Ακόμα σε παλιές φωτογραφίες που έχει συλλέξει ο Δήμος Ορχομενού εμφανίζονται κτήρια που περιβάλλουν το ναό, από τα οποία διασώζεται σήμερα μόνο η νότια πτέρυγα των κελλιών, που κατασκευάστηκε σύμφωνα με επιγραφή το 1881, και τα υπολείμματα ενός διαβατικού στην δυτική πλευρά. Στο περιβάλλον του ναού υπάρχει και το νεωτερικό πυργοειδές καμπαναριό που κατασκευάστηκε το 1939 σε σχέδια του Α. Στίκα, που σώζονται στο αρχείο της Διεύθυνσης Αναστήλωσης Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Μνημείων του Υπουργείου Πολιτισμού.

Περιγραφή.
Α. Κτήριο κελλιών.
Το κτήριο των κελλιών είναι ένα επίμηκες κτήριο με άξονα ανατολή -δύση κατασκευασμένο σε πολλαπλές οικοδομικές φάσεις με επίπεδη άνω απόληξη. Παλαιότερο φαίνεται να είναι το στενότερο δυτικό τμήμα, με διαστάσεις 14,70μ μήκος και πλάτος 3,60μ. Η κατασκευή του είναι από ευτελή αργολιθοδομή με παχύ επίστρωμα αρμολογημάτων. Αποτελείται από πέντε μικρούς διαδοχικούς χώρους οι τέσσερις εκ των οποίων είναι στεγασμένοι με εγκάρσιες ως προς τη μεγάλη διάσταση του κτηρίου καμάρες και μόνο ο δυτικότερος έχει στέγαση από οπλισμένο σκυρόδεμα χωρίς να διασώζεται η καμάρα του. Η πλάκα από οπλισμένο σκυρόδεμα καταλαμβάνει όλο το μήκος της πτέρυγας και κατασκευάστηκε αργότερα σε άγνωστο χρόνο. Τέσσερις από τους χώρους αυτούς έχουν πρόσβαση απευθείας από την αυλή με τοξωτές θύρες. Στα βορειοδυτικά υπάρχει μεγάλη κτιστή λίθινη κλίμακα κατασκευασμένη σε μεταγενέστερη εποχή που οδηγούσε στον όροφο. Στο τρίτο από τα ανατολικά κελλί ανοίγεται παράθυρο στα βόρεια, ενώ άλλα δύο παράθυρα ανοίγονται προς τα νότια και ένα στα δυτικά. Οι τρεις πρώτες θύρες περιβάλλονται από λίθινα θυρώματα κατασκευασμένα από πελεκητούς τοξόλιθους, ενώ η τελευταία η οποία βρίσκεται σε εσοχή που σχηματίζει η σκάλα, έχει διαφορετική διάταξη, με μονολιθικό υπέρθυρο που φέρει τοξωτή υποχώρηση. Στην παραστάδα της θύρας είναι ενσωματωμένο τμήμα κοσμήτη από τον ναό της Παναγίας. Δεν είναι αντιληπτό αν πρόκειται για κελλί με διαφορετική χρονολόγηση ή με κάποια ιδιαίτερη σημασία. Άλλωστε το συγκεκριμένο κελλί αποτελείται από δύο χώρους, ενώ τα υπόλοιπα από έναν.
Είναι προφανές ότι στο κτήριο ενσωματώθηκαν παλαιότερες φάσεις κατασκευής. Στη βόρεια πλευρά διακρίνονται δύο μεγάλοι πεσσοί οι οποίοι ενσωματώθηκαν στον νεώτερο τοίχο. Σε παλαιότερη φωτογραφία (εικ 12)εμφανίζεται ένας τρίτος πεσσός στην βορειοδυτική γωνία. Στον τελευταίο μάλιστα στηριζόταν καμάρα, από την οποία σώζεται μόνο η γένεση. Προφανώς το κτήριο επεκτεινόταν προς τα δυτικά. Στον νότιο τοίχο των κελλιών, παρά το γεγονός ότι φαίνεται ενιαίος, διακρίνονται τρεις κιλλίβαντες, οι δύο από καλά πελεκημένους λίθους, που είναι παλαιές βάσεις τόξων, ενώ στην ανατολική άκρη υπάρχουν οι γενέσεις καμάρας που κάλυπτε τον χώρο πίσω από τα κελλιά. Το τμήμα του τοίχου πάνω από την στάθμη των κιλλιβάντων είναι παρόμοιας μορφής με την υπόλοιπη τοιχοποιία, αλλά φαίνεται ότι έχει πιθανόν συμπληρωθεί. Αδιάγνωστη κατασκευή, ίσως υπολείμματα κλιμακοστασίου, υπάρχει ενσωματωμένη στον δυτικό τοίχο. Ένας ακόμη κοσμήτης από την Παναγία είναι ενσωματωμένος στο νότιο τοίχο. Όλα τα παράθυρα έχουν την ίδια μορφή με ολόσωμα λίθινα ανώφλια και προφανώς ανήκουν στην ίδια οικοδομική φάση που δεν ταυτίζεται με αυτήν του κατώτερου τμήματος των τοίχων.
Πάνω από την τρίτη πόρτα υπάρχει κυκλικός λίθος με εγχάρακτη επιγραφή. Περιβάλλεται από λίθινο τόξο. Προφανώς η θέση αυτή κατασκευάστηκε ειδικά για να υποδεχτεί την επιγραφή αυτή. Διαβάζουμε: «ΑΨΝ / ΔΗΑ ΠΛΗΡΩΜΗΣ ΚΑ/Ι ΕΞΟΔΟΥ ΤΟΥ ΠΑΝΟΣ/ΗΩΤΑΤΟΥ ΙΑΚΩΒΟΥ Μ/ΟΝΑΧΟΥ ΚΑΙ ΑΡΣΕΝΗΟ/Υ ΙΕΡΟΜΩΝΑΧΟΥ ΟΘΜΑ(?)». Προφανώς η επιγραφή αυτή αναφέρεται στην κατασκευή της τελευταίας φάσης των κελλιών το 1750. Τέλος, στο κτήριο έχουν πραγματοποιηθεί επισκευές που συνίστανται στην ανάκτηση των απολήξεων των τοίχων στη σημερινή τους στάθμη και της νοτιοδυτικής γωνίας. Οι επισκευές αυτές πιθανόν να χρονολογούνται στην δεκαετία του ’70 (βλ. παρακάτω). 
Η κλίμακα που οδηγεί στον όροφο έχει τοξωτή εσοχή για να επιτρέπει την είσοδο στο τελευταίο κελλί. Φαίνεται νεώτερη σε σχέση με τα κελλιά. Οι βαθμίδες είναι από καλά πελεκημένα σκαλοπάτια από γκρίζο τοπικό λίθο, ενώ το τόξο της είναι από μικρούς θολίτες, όχι πολύ διαφορετικούς από τα τόξα του ανατολικότερου τμήματος (βλ. παρακάτω). Στην νοτιοδυτική γωνία εμφανίζεται, τέλος, τοπική ανάκτηση με διαφορετική, αλλά παρόμοια, λιθοδομή με το υπόλοιπο κτήριο.


Β. Πρεσβυτέριο.
Σε άμεση επαφή με το παλαιότερο κτήριο των κελιών, στα ανατολικά, βρίσκεται ένα μεγαλύτερο, επίμηκες κτήριο, κτισμένο σύμφωνα με επιγραφή το 1881,με διαστάσεις κάτοψης 26,20Χ9,10μ. Είναι κατασκευασμένο με φαρδείς τοίχους από λιθοδομή πάνω στους οποίους έχει στηριχθεί, προφανώς σε μεταγενέστερη εποχή, πλάκα από οπλισμένο σκυρόδεμα. Αποτελείται από τρεις ανισομεγέθεις χώρους που σήμερα χρησιμοποιούνται ως αίθουσα συγκεντρώσεων, κουζίνα, βιβλιοθήκη-εκθετήριο. Ο τελευταίος χώρος του αρχικού κτηρίου στα ανατολικά έχει ενσωματωθεί στο κτήριο του Πρεσβυτερίου. Μπροστά από τους παραπάνω χώρους εκτείνεται στεγασμένος διάδρομος που στηρίζεται στα βόρεια σε τοξοστοιχία αποτελούμενη από επτά τόξα. Η πρόσβαση στο εσωτερικό γίνεται σήμερα από τέσσερις θύρες. Πρόχειρες και ευτελής κατασκευές έχουν αλλάξει την μορφή του ενδιαφέροντος αυτού κτηρίου, το οποίο είχε κατασκευαστεί αρχικά για να στεγάσει λειτουργίες της μονής.
Η βόρεια τοξοστοιχία στηρίζεται σε πεσσούς κατασκευασμένους με καλά πελεκημένους λίθους, προφανώς σε δεύτερη χρήση, και αποτελείται από τόξα κατασκευασμένα με μικρούς θολίτες λίθους σε εσοχή. Κάθε τόξο φέρει περιβάλλουσα από στενούς λίθους. Γλυπτά spolia από την εκκλησία είναι ενσωματωμένα στην τοξοστοιχία αυτή ως δομικοί λίθοι. Οι υπόλοιποι τοίχοι του κτηρίου είναι από απλή αργολιθοδομή επιχρισμένη ως επί το πλείστον με πρόχειρα μυστρίσματα από τσιμέντο. Η κατασκευή της τοξοστοιχίας παρουσιάζει ομοιότητες με την καμάρα, στην οποία στηρίζεται η κλίμακα, και πιθανόν να κατασκευάστηκαν την ίδια εποχή.
Ανάμεσα στο πέμπτο και το έκτο τόξο υπάρχει εντοιχισμένος λευκός λίθος με την κτητορική επιγραφή. Διαβάζουμε: « ΜΗΝΙ ΜΑΙΩ 28 / 1881 / ΗΓΟΥΜΕΝΕΥΟΝ/ΤΟΣ ΘΕΟΔΟΣΙΟΥ / ΚΑΙ ΤΩΝ ΣΥΜΒΟΥ/ΛΩΝ ΠΡΟΚ. ΓΕΩΡΓΙ/ΟΥ ΚΑΙ ΚΩΝΣΤ[ΑΝΤΙΝΟΥ]. ΠΑ/ΠΑΔΙΑΣ». Προφανώς, η επιγραφή αναφέρεται στην κατασκευή του κτηρίου, από το οποίο σώζεται σήμερα μόνο το ισόγειο τμήμα του, το οποίο είχε αρχικά μοναστηριακή χρήση.
Στον όροφο αναπτύσσεται, στο ανατολικό άκρο του κτηρίου των κελλιών, το πρεσβυτέριο με διαστάσεις 11Χ11μ περίπου. Σήμερα το πρεσβυτέριο καταλαμβάνει και  αντίστοιχο τμήμα του ισογείου στα ανατολικά. Πρόκειται για μια πρόχειρη κατασκευή με εξωτερικές κολώνες από οπλισμένο σκυρόδεμα που καταλήγει άνω σε τετρακλινή κεραμοσκεπή στέγη. Το υπόλοιπο τμήμα του ισογείου καλύπτεται με πλάκα από οπλισμένο σκυρόδεμα και σχηματίζει σήμερα δώμα. Ο όροφος κατασκευάστηκε την δεκαετία του ’70ως κατοικία, εις αντικατάστασιν του κατεδαφισμένου ορόφου των κελλιών (βλ. παρακάτω). Πρόσβαση στον όροφο γίνεται από ευρεία ανεξάρτητη κλίμακα, το κατώτερο τμήμα της οποίας είναι κτιστό, κατασκευασμένο από λίθους σε δεύτερη χρήση που αφθονούν στην περιοχή, ενώ το ανώτερο τμήμα από οπλισμένο σκυρόδεμα.
Γ. Μνημειακός πυλώνας.
Στα δυτικά του κτηρίου σώζεται μνημειακή πύλη με άνοιγμα στα δυτικά, η οποία πιθανόν να οδηγούσε στον περίβολο του μοναστηριού. Αποτελείται από τρεις βαρείς τοίχους με σχήμα Π σε κάτοψη. Στη δυτική τοιχοποιία  ανοίγεται τοξωτό ευρύ πέρασμα. Οι τοίχοι είναι κατασκευασμένοι γενικά από αργολιθοδομή, αλλά ο δυτικός και ο νότιος τοίχος φέρουν επένδυση από πολύ καλά λαξευμένους γκρίζους λίθους της περιοχής. Οι λίθοι αυτοί φαίνονται ως επί το πλείστονspolia από τον αρχαιολογικό χώρο του Ορχομενού, ενώ υπάρχουν εντοιχισμένα μέλη του 9ου αιώνα από το τέμπλο, τους κοσμήτες και τον υπόλοιπο γλυπτό διάκοσμο της Παναγίας. Ωστόσο, το τόξο είναι κατασκευασμένο από τέλεια λαξευμένους τοξόλιθους που φαίνονται να έχουν κατασκευαστεί ειδικά για την πύλη αυτή (εκτός αν μεταφέρθηκαν αυτούσια από άλλη πύλη, πράγμα εντελώς απίθανο). Το τόξο αυτό είναι διπλό με το κατώτερο σε υποχώρηση και φέρει και περιβάλλουσα με λεπτά πλινθία. Στις γενέσεις του υπάρχουν χαρακτηριστικοί λίθοι με κοιλόκυρτο κυμάτιο, ενώ ως βάση των παραστάδων υπάρχουν μεγάλοι λίθοι που φέρουν οπές για τους στροφείς της μεγάλης καστρόπορτα που θα έκλεινε το πέρασμα. Διακρίνεται και το χάραγμα από την κίνηση της πόρτας. Πάνω στο τόξο διασώζεται δυσανάγνωστη εξίτηλη επιγραφή με μεγάλα μαύρα γράμματα. Στον πρώτο και τον τελευταίο θολίτη διακρίνονται εξώγλυφοι σταυροί.
Παρόμοια μορφή, με επένδυση από μεγάλους πελεκητούς λίθους, έχει και ο νότιος τοίχος, ο οποίος καταλήγει άμορφα στα ανατολικά. Προφανώς επεκτεινόταν προς την κατεύθυνση αυτή σχηματίζοντας κάποιο περίβολο ή ανήκε σε ένα κτήριο. Αντίθετα ο βόρειος τοίχος είναι κατασκευασμένος εξ ολοκλήρου από αργολιθοδομή με μεγάλη χρήση πλινθίων ως βήσσαλα. Καταλήγει στα ανατολικά σε παραστάδα πόρτας. Η επένδυση του δυτικού τοίχου μοιάζει να επεκτεινόταν προς τα βόρεια χωρίς να στρέφεται στον βόρειο τοίχο. Διακρίνονται οι γενέσεις θόλου που πιθανόν γεφύρωνε το άνοιγμα πίσω από την πύλη. Πρόκειται άραγε για ένα θολωτό διαβατικό ή ήταν τμήμα κτηρίου; Πάντως η θέση του δείχνει ότι δεν έχει καμμία σχέση με τα σωζόμενα κτήρια στα ανατολικά του θυρώματος. Ίσως να είχε εκ των υστέρων ενσωματωθεί σε κάποιο από αυτά, όπως δείχνουν ίχνη κεκλιμένης στέγης στον νότιο τοίχο.
Στη στέψη του δυτικού τοίχου βρίσκονται κοσμήτες και τμήματα του τέμπλου προερχόμενα από το ναό της Παναγίας, αλλά στο κέντρο υπάρχει ένα διαφορετικό γλυπτό μέλος. Πρόκειται για μέλος με καμπύλη εξωτερική επιφάνεια που δεν συναντάται πουθενά στα γλυπτά του ναού. Στο κέντρο υπάρχει κομβίο, στα αριστερά του οποίου υπάρχει διακοσμητικό με φυτικό διάκοσμο και στα δεξιά δυσανάγνωστη εξώγλυφη επιγραφή. Διαβάζουμε:
+ΚΕ ΒΟΗΘΙ ΤΟ[Ν] ΣΟ[Ν] ΔΟΥΛΟ[Ν] / ΔΑΝΗΛΙΑΝΟΥ Α[ΡΧΙΕΡΕΩΣ] ΤΟΥ ΝΕΟΥ / ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ ΝΙΟΤΙ Π ΓΟ / ΝΙΣΤΟΙΧΩ (?)[7]
Το γλυπτό αυτό μέλος μπορεί με κάθε επιφύλαξη να χρονολογηθεί τον 12-13ο αιώνα, αλλά η επιγραφή του είναι άγνωστο που αναφέρεται.
Το θύρωμα αυτό μπορεί να είναι κατασκευασμένο γενικά από spolia, αλλά το τόξο του είναι κατασκευασμένο ειδικά για την θέση αυτή. Άλλωστε τα εξώγλυφα σταυρουδάκια πιστοποιούν ότι δεν είχε κατασκευαστεί για κάποιο κτήριο της αρχαιότητας και μεταφέρθηκε εδώ. Η μορφή αυτή του διπλού τόξου με τους λίθινους καλοπελεκημένους θολίτες πρέπει να ανάγεται στον 12ο αιώνα. Τέτοια ποιότητα κατασκευής συναντάται μόνο στον Άγιο Νικόλαο στα Καμπιά (12ου αι.). Η χρονολόγηση αυτή ταιριάζει πολύ καλά με το γλυπτό μέλος στη στέψη του πυλώνα, το κομβίο του οποίου έχει τοποθετηθεί πολύ καλά στο κέντρο.






Αναπαραστάσεις
Η μορφή του κτηρίου έχει αλλάξει σημαντικά με το πέρασμα του χρόνου. Σώζονται πολλές παλαιότερες φωτογραφίες που έχουν περισυλλεγεί με πρωτοβουλία του Δήμου Ορχομενού, σε ορισμένες από τις οποίες μπορούμε να διακρίνουμε τα εξής:
Εικόνα 1: Είναι η παλαιότερη και σημαντικότερη φωτογραφία που διαθέτουμε. Σε πρώτο πλάνο εμφανίζεται ο τάφος του Μινύου και στο βάθος η Παναγία εμφανίζεται με τον τρούλλο του 12ου αιώνα και το μονότοξο κωδωνοστάσιο, που αργότερα κατεδαφίστηκε, ενώ γύρω της παρατηρούμε συνοδευτικά κτήρια του μοναστηριού. Στο χώρο που εξετάζουμε υπάρχουν δύο κτήρια σε επαφή. Είναι και τα δύο διώροφα. Το κτήριο στα δεξιά είναι προφανώς το κτήριο του 1881, το οποίο ήταν διώροφο με τρικλινή κεραμοσκεπή στέγη. Εάν η φωτογραφία τραβήχτηκε γύρω στα τέλη του 19ου αιώνα, το κτήριο αυτό πρέπει να ήταν σχετικά καινούργιο ακόμα. Είχε πολλαπλά μεγάλα παράθυρα στον άνω όροφο, ενώ στον κάτω όροφο μικρότερα. Το ανώτερο τμήμα είναι επιχρισμένο και το κατώτερο ανεπίχριστο. Το ίδιο κτήριο απεικονίζεται καλύτερα στις εικόνες 6-10. Αριστερά υπάρχει άλλο ημιερειπωμένο κτήριο με δικλινή ξύλινη στέγη, που έχει καταρρεύσει, το οποίο έφθανε μέχρι το διαβατικό (βλ. παρακάτω) ενσωματώνοντας προφανώς τα κελλιά του 18ου αιώνα. Το κτήριο αυτό δεν έφθασε στις μέρες μας. Διακρίνονται ακόμα κτήρια στα δυτικά του ναού, τα οποία έχουν εξαφανιστεί ολοσχερώς και πιθανότατα κατεδαφίστηκαν τον 20ο αιώνα μετά τον σεισμό του 1905[8]. Στην μεγέθυνση που εμφανίζεται στην εικόνα 2 κάποια στοιχεία φαίνονται καλύτερα.
Εικόνα 3. Διακρίνεται το ίχνος του κατεδαφισμένου σήμερα δυτικού κτηρίου, του οποίου το ισόγειο καλυπτόταν με μεγάλη λίθινη καμάρα. Το τελευταίο επιβεβαιώνεται και από την ύπαρξη των γενέσεων στον νότιο τοίχο των κελλιών.Πίσω από το ναό της Παναγίας στα δεξιά διακρίνεται το κτήριο των κελλιών. Από την βόρεια πλευρά του υπάρχει ανοικτός στεγασμένος εξώστης. Η στέγη του είναι κεραμοσκεπής και στηρίζεται σε σειρά πεσσών, οι οποίοι βαίνουν πάνω στην σωζόμενη τοξοστοιχία. Η μορφή αυτή των κελιών με πέτρινη τοξοστοιχία στο ισόγειο και ελαφρότερη ξυλοκατασκευή στον όροφο είναι πολύ συνηθισμένη στα μοναστήρια της Νοτίου Ελλάδος. Εδώ θα μπορούσε να αναφερθεί η μονή της Παναγίας στον Πόρο, η  μονή Καισαριανής, η μονή Κοιμήσεως Θεοτόκου στην Υδρα, η μονή Βροντιανής Σάμου, στις οποίες σώζονται τα κτήρια των κελιών τους.
Από τα παραπάνω φαίνεται ότι στη θέση του κτηρίου που εξετάζουμε υπήρχαν δύο διαφορετικά κτήρια σε παράταξη, μη συνδεόμενα μεταξύ τους. Το ανατολικότερο, για το οποίο γνωρίζουμε περισσότερα, ήταν διώροφο με επιχρισμένο τον όροφο και ανεπίχριστο ισόγειο. Κατασκευάστηκε το 1881 πιθανόν για να στεγάσει κάποιον κοινόχρηστο χώρο, ίσως Τράπεζα ή αρχονταρίκι της μονής, αφού τα μεγάλα παράθυρα, ύψους σχεδόν 2μ, δεν πρέπει να ανήκουν σε κτήριο κατοικίας μοναχών. Στην βόρεια πλευρά είχε τοξοστοιχίες στηριγμένες σε πεσσούς στο ισόγειο, ενώ οι λειτουργικοί χώροι ήταν σε υποχώρηση. Στον όροφο η διάταξη ήταν ίδια με ανοικτό εξώστη στα βόρεια και ξύλινη μονοκλινή στέγη στηριγμένη σε πεσσοστοιχίες. Το κυρίως κτήριο ήταν στεγασμένο με δικλινή κεραμοσκεπή στέγη. Σε άγνωστη χρονολογία η μονή διαλύθηκε και το κτήριο αυτό μετατράπηκε σε σχολείο. Τέλος, ο όροφος κατεδαφίστηκε ή κατέρρευσε στην δεκαετία του ’70 και κατασκευάστηκε πλάκα από οπλισμένο σκυρόδεμα για να κτιστεί σε τμήμα του ορόφου η σημερινή κατοικία.
Το δυτικότερο κτήριο φαίνεται ότι ενσωμάτωσε τμήματα άγνωστου κτηρίου και ίσως ήταν παλαιότερο του ανατολικού. Στην βόρεια πλευρά μικρά κελλιά κατασκευάστηκαν το 1750 στο ισόγειο ανάμεσα σε παλαιούς εγκάρσιους τοίχους (πεσσοστοχιών που έφεραν καμάρες?), ενώ στην νότια πλευρά έτρεχε διαμήκης καμάρα. Το αρχικό κτήριο ήταν μακρύτερο από το σημερινό και έφθανε έως το διαβατικό. Ο όροφος ήταν στεγασμένος με ξύλινη δικλινή κεραμοσκεπή στέγη που ήδη είχε καταρρεύσει στο τέλος του 19ουαιώνα. Δεν έχουμε επαρκή στοιχεία για τη βόρειά του όψη.





Παθολογία.
Το κτήριο είναι σε μέτρια κατάσταση από την άποψη της στατικής επάρκειας, δεδομένου ότι η ενδιάμεση πλάκα από οπλισμένο σκυρόδεμα έχει διαβρωθεί ανεπίστρεπτα. Αντίθετα η λιθοδομή του ισογείου είναι σε καλή κατάσταση, αλλά παραμορφωμένη από άστοχες επεμβάσεις. Η αποκοπή των ξύλινων ελκυστήρων των τόξων που βρίσκονταν σε πολύ χαμηλή στάθμη εμποδίζοντας την κίνηση, δεν φαίνεται να είχε επιπτώσεις στην στατική επάρκεια της βόρειας τοξοστοιχίας. Ωστόσο ορισμένα προβλήματα, όπως η καθαίρεση των επιχρισμάτων στο εσωτερικό της τοξοστοιχίας και το ασβέστωμα της εξωτερικά, καθώς και η τοποθέτηση άκομψων μεταλλικών κουφωμάτων αποτελούν επεμβάσεις που έχουν υποβαθμίσει το κτήριο και μπορούν εύκολα να αναιρεθούν. Η κατασκευή του πρεσβυτέριου και η επέκταση του στους κοινόχρηστους χώρους έχει αλλοιώσει αισθητικά και δομικά το κτήριο, ενώ οι ευτελείς κατασκευές του ορόφου έχουν αρχίσει λόγω γήρανσης των υλικών να καταρρέουν. Τα αμφιβόλου ποιότητας σκυροδέματα έχουν διαβρωθεί σε μεγάλο βαθμό και οι οπτοπλινθοδομές παρουσιάζουν κενά.
Τα κελλιά του 18ου αιώνα μετά τις επεμβάσεις της δεκαετίας του ΄70 είναι σε σχετικά καλή κατάσταση. Οι όψεις εμφανίζονται αλλοιωμένες από κακότεχνα αρμολογήματα που έχουν γίνει κατά καιρούς ενώ οι απολήξεις των τοίχων παρά το γεγονός ότι έχουν ανακτισθεί παρουσιάζουν σημεία αποσάθρωσης. Επιπροσθέτως,  στην πλάκα από οπλισμένο σκυρόδεμα που καλύπτει τα κελλιά παρουσιάζεται επιφανειακή διάβρωση. Τέλος όλα τα κουφώματα είναι ευτελή (μεταλλικά ή ξύλινα) και πρέπει να αντικατασταθούν.





Προτάσεις.
Στην παρούσα φάση εμφανίζονται μόνο οι προτάσεις που αφορούν στη γενική διάταξη της μορφής και της χωροθέτησης των λειτουργιών σε επίπεδο προμελέτης.
Α. Κελλιά 18ου αιώνα.
Στα πέντε παλαιά κελλιά του 18ου αιώνα δεν προτείνονται επεμβάσεις, παρά μόνο αισθητικής αποκατάστασης (καθαρισμοί αρμών και νέο αρμολόγημα, στερέωση των απολήξεων των τοίχων, νέα κουφώματα, δάπεδα, στεγάνωση επικάλυψης). Δεν θα δοθούν χρήσεις πέραν της απλής επισκεψιμότητας ή αποθήκευσης αντικειμένων της τοπικής Εφορείας. Θα στερεωθεί όμως η λίθινη κλίμακα και θα τοποθετηθούν κιγκλιδώματα ώστε να χρησιμεύει για την πρόσβαση στον όροφο.
Β. Μουσείο. Πίσω από τα κελλιά, στη νότια πλευρά, προτείνεται να κατασκευαστεί μικρό μουσείο για να στεγάσει τα γλυπτά μέλη που έχουν αφαιρεθεί από τον ναό της Παναγίας. Αυτά είναι κυρίως τμήματα του μεσοβυζαντινού τέμπλου, το οποίο αποφασίστηκε από το ΚΑΣ να μην τοποθετηθεί στον ναό, αλλά να εκτεθεί σε ειδικό μουσείο, καθώς και διάσπαρτοι κοσμήτες. Τα μέλη αυτά βρίσκονται σήμερα αποθηκευμένα στον χώρο του κτηρίου που εξετάζουμε, είτε είναι εντοιχισμένα σε διάφορα σημεία των σωζόμενων κτηρίων (διαβατικό και πρεσβυτέριο). Από την εποχή που ο Megaw[9] μελέτησε τα μέλη αυτά, πολλά έχουν χαθεί ή, αφού παρέμειναν μετά τις εργασίες του ’20 διάσπαρτα στον περιβάλλοντα χώρο, κλάπηκαν. Πιθανότατα ο λόγος που πολλά έφθασαν έως τον 20ο αιώνα ήταν ότι ήταν εντοιχισμένα στα κατεδαφισμένα πλέον κτήρια της μονής. Είναι απαραίτητο τα σημαντικότατα αυτά γλυπτά μέλη πλέον να βρουν μια ασφαλή και μόνιμη θέση και να μπορούν να εκτεθούν. Προτείνεται επίσης τα εντοιχισμένα μέλη να αφαιρεθούν από τα σημεία που βρίσκονται και να αντικατασταθούν με εκμαγεία από λευκό τσιμέντο. Ωστόσο, αυτό θα μπορούσε να γίνει μόνο αφού έχει κατασκευαστεί το μουσείο. Τέλος είναι δυνατόν να εκτεθούν στο μέλλον φωτογραφικά ντοκουμέντα από τις εργασίες αποκατάστασης της εκκλησίας.
Το προτεινόμενο μουσείο θα κατασκευαστεί στην κλειστή γωνία πίσω από τα κελλιά και το πρεσβυτέριο. Θα είναι ουσιαστικά ένας ενιαίος χώρος με ανεξάρτητη είσοδο από τα νότια. Η σχετική μουσειολογική μελέτη θα καθορίσει την εσωτερική του διάταξη. Στη συγκεκριμένη θέση προϋπήρχε νεωτερικό κτήριο, όπως είδαμε παραπάνω, και δεν αναμένονται σημαντικά ανασκαφικά ευρήματα. Το κτήριο προτείνεται να στεγαστεί με διαμήκη καμάρα από οπτοπλινθοδομή που θα στηρίζεται στον αποκατεστημένο τοίχο των κελλιών και σε νέο λίθινο τοίχο στα νότια. Θα κατασκευαστούν λίθινα σφενδόνια στηριγμένα σε ανεξάρτητα στηρίγματα για την ενίσχυση της καμάρας. Η καμάρα αυτή δεν θα αποκαθιστά παλαιότερη φάση, για την οποία δεν έχουμε επαρκή στοιχεία, αλλά θα αποτελεί ανάμνηση της.
Γ. Κτήριο συνοδευτικό του ναού και πρεσβυτέριο.
Στο κτήριο αυτό προτείνεται να χωροθετηθούν οι βοηθητικές χρήσεις του ναού καθώς και συμπληρωματικές πολιτιστικού χαρακτήρα. Θα καθαιρεθεί η κατοικία στον όροφο, καθώς και οι διαχωριστικοί τοίχοι στο ισόγειο που έχουν παραμορφώσει το κτήριο και θα αποκατασταθούν οι τοξοστοιχίες στην βόρεια όψη. Στο ισόγειο θα διαταχθούν ο κεντρικός χώρος υποδοχής του ναού, αρχονταρίκι, όπου θα γίνονται οι συγκεντρώσεις μετά τη λειτουργία. Στον υπόλοιπο χώρο θα κατασκευαστεί μικρό παρεκκλήσιο για τις περιπτώσεις που το εκκλησίασμα είναι μικρό και δεν αξίζει η λειτουργία του μεγάλου ναού και μικρή κουζίνα για τη χρήση της αίθουσας συγκεντρώσεων. Στο ισόγειο, θα υπάρχει, επιπλέον, εκθετήριο των χειροτεχνιών των πιστών και ευρείες αποθήκες για τις ανάγκες του ναού. Ακόμα θα διαμορφωθεί σε ξεχωριστό χώρο το γραφείο του ναού με το αρχείο κλπ. Στα ανατολικά του κτηρίου θα κατασκευαστεί μικρή επέκταση ίσου πλάτους με το παλιό κτήριο για να στεγάσει τις κοινόχρηστες λειτουργίες του ναού (λεβητοστάσιο, αποθήκες και κοινόχρηστους χώρους υγιεινής του ναού).
Σύμφωνα με την απόφαση του ΚΑΣ στον όροφο θα ενταχθούν το πρεσβυτέριο, σε χώρο περιορισμένο στα ανατολικά. Αναλυτικά, θα κατασκευαστεί κατοικία τριών κυρίων δωματίων, οι διαστάσεις της οποίας θα είναι όσες ήταν και προηγουμένως, ς.
Εξωτερικά η μορφή του κτηρίου προσαρμόστηκε στη μορφή που είχε το κτήριο στις αρχές του 20ουαιώνα. Στη μελέτη έγινε προσπάθεια διατήρησης της μορφής αυτής και επανάληψης των βασικών μορφολογικών στοιχείων. Ήτοι, θα συντηρηθούν οι υπάρχοντες τοίχοι και θα κατασκευαστεί με λιθοδομή η προσθήκη προς τα ανατολικά. Θα καθαιρεθεί και θα ανακατασκευαστεί η ενδιάμεση πλάκα από οπλισμένο σκυρόδεμα. Οι τοίχοι του ορόφου θα είναι επίσης από φέρουσα λιθοδομή. Το κτήριο θα καλύπτεται με ξύλινη τετρακλινή κεραμοσκεπή στέγη με κοίλα κεραμίδια.
Θα διατηρηθεί η πρόσβαση που υπάρχει σήμερα από την ανεξάρτητη κλίμακα, η οποία έχει κάποιο ενδιαφέρον λόγω παλαιότερων λίθων. Επίσης, ως δεύτερη πρόσβαση θα χρησιμοποιείται και η πέτρινη σκάλα πλάι στα κελλιά στα δυτικά.
Θα αντικατασταθούν και όλα τα κουφώματα με ξύλινα ταμπλαδωτά, αντίστοιχα αυτών που εμφανίζονται στις φωτογραφίες.


Η Συντάξασα
Γεωργία Μακρυνόρη, Αρχιτέκτων Μηχανικός




[1]A. Zakynthinos, La grande breche dans la tradition historique de l' hellenisme du septieme au neuvieme siecle, Χαριστήριον εις Αναστάσιον Κ. Ορλάνδον, Γ', Αθήναι 1966, σ. 300-327.
[2]Κατεδαφισμένος, σώζεται μόνο η επιγραφή του. Μ. Κωνσταντόπουλος, Επιγραφή εκ του ναού του Αγίου Ιωάννου του Μαγκούτη, ΕΕΒΣ Η', 1931, σ. 252.
[3]Επίσης κατεδαφισμένος. Βλ. Γ. Σωτηρίου, Ο Εν Θήβαις βυζαντινός ναός του Γρηγορίου Θεολόγου, ΑΕ 1924, σ. 1-25.
[4]Χ. Μπούρας, Η αρχιτεκτονική του ναού της Επισκοπής Σκύρου, ΔΧΑΕ, Περ Δ', 2, 1960-1961, σ. 57-75.
[5]Βλ. σχετικά A. H. S. Megaw, The Skripou Screen, Annuals of the BSA, 61, 1966, σ. 18.
[6]J. Strzygowski, Inedita der Architectur und Plastikaus der ZeitBasilios' I (867-886) ByzantinischeZeitschrift 3, 1894, σ. 17.
[7]Ευχαριστώ τον καθηγητή Γιώργο Βελένη που με βοήθησε να διαβάσω την επιγραφή έστω και τόσο.
[8]Ορισμένα από τα κτήρια αυτά ή τμήματα τους πρέπει να ήταν αρκετά παλαιά. Πιθανότατα δε να είχαν εντοιχιστεί σε αυτά τα spolia από τον γλυπτό διάκοσμο της Παναγίας που βρίσκονται σήμερα αποθηκευμένα στο Πρεσβυτέριο.
[9]A. H. S. Megaw, The Skripou Screen, BSA 61 (1967) 1-33.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου