Του Νικόλαου Νούλα*
Αποτελεί μεγάλη χαρά και τιμή για το πρόσωπό μου να
βρίσκομαι σήμερα εδώ, σε αυτόν τον ιερό τόπο, σε ετούτη την ιστορική μονή, που
αποκαλείται ως «η Αγιά-Σοφιά της Ρούμελης» και όπου πριν από διακόσια και ένα
χρόνια, στις 27 Μαρτίου 1821, κηρύχτηκε η Ελληνική Επανάσταση στη Στερεά Ελλάδα.
Ο Αγώνας για την Ανεξαρτησία αποτελεί κορυφαίο γεγονός
της Ιστορίας μας, χάρη στο οποίο ο υπόδουλος ελληνισμός αναγεννήθηκε μέσα από
τις στάχτες και τα ερείπιά του. Οι Έλληνες τελικά, ύστερα από έναν πόλεμο εννέα
ετών γεμάτο από αγώνες και θυσίες, απέκτησαν στις 3 Φεβρουαρίου του 1830 την
πολυπόθητη ελευθερία τους. Γι’ αυτό και η ελληνική επανάσταση αποτελεί για
όλους εμάς ένα μοναδικό ιστορικό ορόσημο, στο οποίο ανατρέχουμε κάθε φορά που
θέλουμε να αντλήσουμε δύναμη και θάρρος μπροστά σε αντιξοότητες και δυσκολίες.
Αξίζει να σημειωθεί ότι κατά τα έτη 1820 – 1822 όλη η υφήλιος συνταράχθηκε από
μια σειρά επαναστατικών – απελευθερωτικών κινημάτων. Όμως ο ελληνικός Αγώνας
του 1821 ήταν η μόνη ανά τον κόσμο εξέγερση αυτών των ετών, η οποία είχε θετική
κατάληξη. Και αυτό γιατί πήρε τη μορφή γνήσιας λαϊκής επανάστασης, συντάραξε
την πολιτική σκηνή της Ευρώπης, απασχόλησε την ευρωπαϊκή διπλωματία για χρόνια
και προκάλεσε τη δημιουργία του κινήματος του Φιλελληνισμού.
Ως ημερομηνία έναρξης αυτής της εξέγερσης ορίζεται η 22α
Φεβρουαρίου του 1821, ημέρα κατά την οποία ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, Γενικός
Επίτροπος της Αρχής της Φιλικής Εταιρείας, κηρύσσει την επανάσταση στις
Παραδουνάβιες Ηγεμονίες. Ένα μήνα αργότερα, εκδηλώθηκαν επαναστατικές κινήσεις
πρώτα στην Πελοπόννησο και στη Ρούμελη, και έπειτα στην Κρήτη, στα νησιά του
Αιγαίου, στη Θεσσαλία, στην Ήπειρο, στη Μακεδονία, στην Κύπρο, ακόμα και στη
Μικρά Ασία. Ειδικότερα στη Ρούμελη, η φλόγα της Επανάστασης θα ανάψει σε αυτόν
εδώ τον τόπο, στο μοναστήρι του Οσίου Λουκά, στις 27 Μαρτίου του 1821 από τον
Επίσκοπο Σαλώνων Ησαΐα, ο οποίος ευλογεί τα όπλα των αγωνιστών και σηκώνει τη
σημαία της Επανάστασης. Κατά τις
επόμενες ημέρες, η Επανάσταση παίρνει σάρκα και οστά σε όλη τη Ρούμελη:
σταδιακά απελευθερώνονται το Λιδωρίκι, η Λιβαδιά, η Αταλάντη και η Θήβα, ενώ ξεκινάει
και η πολιορκία των Σαλώνων. Λίγο αργότερα, τον Μάιο του 1821, ο Δημήτριος
Μακρής υψώνει το λάβαρο της ελευθερίας και στο επαναστατημένο Μεσολόγγι.
Πρέπει να τονίσουμε ότι οι επαναστάτες στη Ρούμελη είχαν να αντιμετωπίσουν σχετικά δυσμενείς συνθήκες, καθώς επρόκειτο για αραιοκατοικημένη περιοχή, ιδίως στα δυτικά. Επιπλέον, οι προεστοί της Στερεάς Ελλάδας δεν είχαν την πολιτική πείρα των προκρίτων της Πελοποννήσου, ενώ παράλληλα η παρουσία οθωμανικού πληθυσμού και στρατού ήταν εντονότερη, ιδίως στην Εύβοια και στην περιοχή της Λαμίας. Ωστόσο, οι παραπάνω αρνητικοί παράγοντες αντισταθμίζονταν από την ισχυρή παρουσία φημισμένων κλεφτών και αρματολών που δρούσαν στην περιοχή. Ακόμα, η γεωγραφική θέση της Ρούμελης ήταν νευραλγική για την εδραίωση και τη διάσωση του αγώνα, αφού αποτέλεσε το ανάχωμα, την εμπροσθοφυλακή απέναντι σε κάθε πολεμική επιχείρηση των Οθωμανών που επιχειρούσαν να καταπνίξουν την επανάσταση στον νότιο ελλαδικό χώρο.
Ήδη από τον Απρίλιο του 1821, οι ελληνικές δυνάμεις
υποχρεώθηκαν να αντιμετωπίσουν και να καθυστερήσουν τη στρατιά του Κιοσέ Μεχμέτ
Πασά και του Ομέρ Βρυώνη, στην ένδοξη μάχη της Αλαμάνας, όπου μαρτύρησε ο
Αθανάσιος Διάκος και τραυματίστηκε θανάσιμα ο Ησαΐας Σαλώνων, ο πρώτος
επίσκοπος ο οποίος έπεσε ηρωικά μαχόμενος για την Επανάσταση. Λίγες ημέρες
αργότερα, στο Χάνι της Γραβιάς, ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, μαζί με τον Πανουργιά
και τον Δυοβουνιώτη θα επιτύχουν ένα αποφασιστικό χτύπημα απέναντι στον Ομέρ
Βρυώνη, ματαιώνοντας με αυτόν τον τρόπο τη δεύτερη απόπειρα εισβολής την
Πελοπόννησο. Θα ακολουθήσει μια εξαιρετικά σημαντική νίκη στα Βασιλικά
Φθιώτιδας (25 – 26 Αυγούστου 1821), όπου θα αποδεκατιστεί ο στρατός του Μπεϊράν
πασά. Ο ρόλος της Ρούμελης στην επανάσταση δεν περιορίζεται φυσικά στα σπουδαία
και ηρωικά κατορθώματα του πρώτου έτους, που αναφέρθηκαν ενδεικτικά παραπάνω.
Καθ’ όλη τη διάρκεια του αγώνα, οι Ρουμελιώτες έχυσαν το αίμα τους και πρωτοστάτησαν
σε σπουδαία γεγονότα. Αξίζει να θυμίσουμε τη μάχη στο Κεφαλόβρυσο (Αύγουστος
1923), όπου πληγώθηκε θανάσιμα ο Μάρκος Μπότσαρης. Κορυφαία στιγμή του αγώνα
για την ανεξαρτησία αποτελούν οι ηρωικές πολιορκίες του Μεσολογγίου και φυσικά
η τραγική Έξοδος. Λίγους μήνες μετά την Έξοδο, ο Γεώργιος Καραϊσκάκης, με τη
νικηφόρα μάχη της Αράχοβας (1826), σε μια από τις κρισιμότερες στιγμές της
επανάστασης, κατάφερε να αναπτερώσει το φρόνημα του πληθυσμού. Τέλος, η μάχη
στην Πέτρα Βοιωτίας (1829), αποτελεί και την τελευταία πολεμική αναμέτρηση του
Αγώνα. Τότε, η νίκη του Δημήτριου Υψηλάντη απέναντι σε επίλεκτες τουρκικές
δυνάμεις, εξασφάλισε στον Καποδίστρια ένα ισχυρό διαπραγματευτικό όπλο για την
οριστικοποίηση των συνόρων του πρώτου ελληνικού κράτους.
Οι
σκληρές αυτές αναμετρήσεις που έλαβαν χώρα στη Ρούμελη είναι άμεσα συνυφασμένες
με τον χαρακτήρα των κατοίκων της, που πήραν τη μεγάλη απόφαση να
απελευθερωθούν ή να πεθάνουν το 1821. Στην πλειοψηφία τους ήταν άνθρωποι
αγράμματοι, σκληροτράχηλοι, μαθημένοι να ζουν μέσα σε ανυπέρβλητες
αντιξοότητες, λαξευμένοι μέσα στο σίδερο και στη φωτιά. Κατά τα χρόνια της
επαναστατημένης Ελλάδας, ακουγόταν συχνά η εξής η λαϊκή ρήση: «Η Ρούμελη έχει
τη λεβεντιά, ο Μοριάς την πονηριά και το νησί το γρόσι». Εύκολα μπορεί να
διαπιστώσει κανείς ότι ο λαός επαληθεύεται στα λεγόμενά του, καθώς αυτοί ήταν
και οι βασικοί παράγοντες που μας απελευθέρωσαν: η λεβεντιά, η ανδρεία, η
γενναιοφροσύνη σε συνδυασμό με την ευφυΐα, τη στρατηγική και την πολιτική πείρα
(των προκρίτων). Εννοείται, βέβαια, ότι για την πραγματοποίηση του Αγώνα
απαιτούνταν χρήματα, τα οποία προσέφεραν κατεξοχήν οι ευκατάστατοι έμποροι και
καραβοκύρηδες. Γι’ αυτό και η επιτυχής έκβαση της Επανάστασης οφείλεται στη
συνεισφορά όλων των Ελλήνων, που προσέφεραν ό,τι πολυτιμότερο είχαν για την
ανάσταση του Γένους.
Ας μην ξεχνάμε άλλωστε ότι κατά τα χρόνια της οθωμανικής
κυριαρχίας, το ελληνικό γένος έδωσε σκληρή μάχη για την επιβίωσή του. Στα
τραγικά δύσκολα και σχεδόν ατελείωτα χρόνια της οθωμανικής κυριαρχίας, ο ελληνισμός
μοιάζει να σβήνει, να χάνεται από έναν
βάναυσο και απολίτιστο δυνάστη, που επέβαλε την πνευματική οπισθοδρόμηση και
τον μαρασμό. Οι συνθήκες αυτές θα μπορούσαν να είχαν αφανίσει το ελληνικό γένος· αντίθετα όμως, σφυρηλάτησαν τον αδάμαστο χαρακτήρα των ανθρώπων που
κατοικούσαν στην ελληνική γη. Και αυτό οφείλεται σε πολύ μεγάλο βαθμό στην
Ορθόδοξη Εκκλησία, χάρη στην οποία διατηρήθηκε η ελληνική γλώσσα και συνείδηση,
καθώς και η χριστιανική ταυτότητα των υποδούλων. Η Εκκλησία προστάτευσε και
διέσωσε τις μικρές ελληνικές κοινότητες κατά τους τέσσερις αυτούς σκοτεινούς
αιώνες. Και σε αυτές τις κοινότητες, οι Έλληνες δημιουργούσαν πολιτισμό
αυθεντικό. Άλλωστε, σύμφωνα και με τον Χρήστο Γιανναρά, η ποιότητα των λαών δεν
μετριέται αποκλειστικά με τη δύναμη και την εξουσία, αλλά κυρίως με την
επιδίωξη νοηματοδότησης της ζωής. Και μέσα από αυτές τις κοινότητες
νοηματοδοτούσαν τη ζωή τους οι Έλληνες. Λέει χαρακτηριστικά ο Οδ. Ελύτης: «τη
σημασία των λαών τη μετρά η ευγένεια που παράγουν, ακόμα και κάτω από τις πιο
δυσμενείς και βάρβαρες συνθήκες, όπως ο δικός μας λαός στα χρόνια της
Τουρκοκρατίας, όπου το παραμικρό κεντητό πουκάμισο, το πιο φτηνό βαρκάκι, το
πιο ταπεινό εκκλησάκι, το τέμπλο, το κιούπι, το χράμι, όλα τους αποπνέανε μιαν
αρχοντιά κατά τι ανώτερη από αυτή των Λουδοβίκων». Οι Έλληνες, λοιπόν, επιβιώνουν
χάρη στις σχέσεις κοινωνίας που αναπτύσσουν μεταξύ τους, διασώζοντας ήθη,
έθιμα, παραδόσεις, ιδέες, αξίες και αντιλήψεις. Με το πέρασμα των αιώνων
μάλιστα, η Εκκλησία υποστηρίζει και χρηματοδοτεί την ίδρυση σχολείων, τα οποία θα
καταξιωθούν ως σπουδαία κέντρα παιδείας και στα οποία θα διδάξουν κατεξοχήν
φωτισμένοι ιεράρχες. Αρκετοί από τους ιεράρχες αυτούς αποτέλεσαν και πρόδρομες
μορφές του Νεοελληνικού Διαφωτισμού. Μάλιστα, χάρη στη σπουδαία αυτή ώθηση της
παιδείας, οι ελληνικές κοινότητες θα προοδεύσουν πνευματικά και πολιτισμικά.
Άλλωστε, στην Ελλάδα, τα σημαντικότερα επιτεύγματα από
αρχαιοτάτων χρόνων έχουν τη σφραγίδα της κοινότητας, όπως η έννοια της πόλης,
του πολίτη, της δημοκρατίας, των αμφικτιονιών, των βυζαντινών ενοριών, των
ελληνορθόδοξων κοινοτήτων της Τουρκοκρατίας. Σε όλες αυτές τις κοινότητες
υπήρχε πνευματική άνθιση και γεννιόταν πολιτισμός. Μέσα στις κοινότητες αυτές,
συνδετικός κρίκος ήταν πάντοτε οι ρίζες της ελληνικής μας παράδοσης. Πρόκειται
για μια παράδοση που διατηρήθηκε ζωντανή μέσα στους αιώνες και εντοπίζεται στα
δημοτικά μας τραγούδια, στα ήθη και στα έθιμα, στους λαϊκούς μύθους και τις
διηγήσεις, στη λαϊκή αρχιτεκτονική, στην αγιογραφία, στη λειτουργική ζωή της
Εκκλησίας, στον καθημερινό βίο των απλών ανθρώπων, που χαρακτηρίζονταν από την
αξιοπρέπεια και την αίσθηση του καθήκοντος. Αυτό το κοινό κτήμα της
λαϊκής παράδοσης του Γένους, όπως μεταδίδεται από γενιά σε γενιά, περικλείει
μέσα του την κληρονομιά της βυζαντινής και της λαϊκής τέχνης της Ελλάδας, σε
συνδυασμό με την επίδραση του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού. Χάρη σε αυτά τα πνευματικά
εφόδια, οι Έλληνες του 1821 ρίχτηκαν στον αγώνα με όλη τους την ψυχή.
Λέει ο Γεώργιος Σεφέρης: “«Απ’ τα κόκαλα βγαλμένη»
τραγουδούσε ο Σολωμός. Η ιδέα του ήταν αληθινή. Η ελληνική επανάσταση ήταν
βγαλμένη από τη θυσία των ζωντανών Ελλήνων. Γι’ αυτό και πέτυχε. Δεν πρέπει να
ξεχνούμε ότι κάθε φορά που η φυλή μας γυρίζει προς τον λαό, ζητά να φωτιστεί
από το λαό, αναμορφώνεται από τον λαό, συνεχίζει την παράδοση που μπήκε
θριαμβευτικά στη συνείδηση του έθνους με την ελληνική επανάσταση. Ο αγώνας
εκείνος ήταν ένα κοινωνικό, πολεμικό και πολιτικό γεγονός. Ήταν συνάμα και ένα
πνευματικό γεγονός”.
Αν θέλουμε, λοιπόν, να προβούμε σε μια αποτίμηση του
Αγώνα για την ελευθερία, πρέπει να ανατρέξουμε στα λόγια του Ρουμελιώτη
αγωνιστή του ’21, του στρατηγού Μακρυγιάννη: «Πατρίς, να μακαρίζεις γενικώς
όλους τους Έλληνες, ότι θυσιάστηκαν για σένα, να σ’αναστήσουνε, να ξαναειπωθείς
άλλη μια φορά ελεύθερη πατρίδα, που ήσουνα χαμένη και σβησμένη από τον κατάλογο
των εθνών. Όλους αυτούς να τους μακαρίζεις. Όμως να θυμάσαι και να λαμπρύνεις
εκείνους που πρωτοθυσιάστηκαν στην Αλαμάνα, πολεμώντας με τόση δύναμη Τούρκων·
κι εκείνους που αποφασίστηκαν και κλείστηκαν σε μια μαντρούλα με πλίθες,
αδύνατη, στο Χάνι της Γραβιάς· κι εκείνους που λιώσανε τόση Τουρκιά και πασάδες
στα Βασιλικά· κι εκείνους που αγωνίστηκαν σα λιοντάρια στη Λαγκάδα του Μακρυνόρου.
Πατρίς, να θυμάσαι αυτήνοι σε ανάστησαν» (Β’ 67 – 68).
Σήμερα λοιπόν, 27 Μαρτίου 2022, το καλύτερο μνημόσυνο γι’
αυτούς τους ανθρώπους που έδωσαν τη ζωή τους για τη δική μας ελευθερία δεν
είναι απλά να οργανώσουμε μια παρέλαση ή να εκφωνήσουμε έναν θερμό πανηγυρικό
λόγο, αλλά να υιοθετήσουμε τις ιδέες, τις αξίες τους, το αίσθημα χρέους που
τους χαρακτήριζε. Αλήθεια, εμείς σήμερα έχουμε τις ίδιες αξίες, τις ίδιες
ιδέες; Πώς τιμάμε έμπρακτα τη θυσία των προγόνων μας; Τι δημιουργήσαμε με την
ελευθερία που μας δόθηκε με πολύ κόπο και αίμα; Πόσο κοντά ή μακριά είναι τα
πιστεύω μας στα πιστεύω των ηρώων του ’21;
Ελληνίδες, Έλληνες, Ρουμελιώτισσες και Ρουμελιώτες,
Να θυμάστε ότι η κάθε σπιθαμή ελληνικής γης αποκτήθηκε με
σκληρότατους αγώνες. Σήμερα αυτή την πατρίδα τη σεβόμαστε όπως της αξίζει;
Αν επιθυμούμε να τιμήσουμε τη θυσία των προγόνων μας, ας
ακούσουμε τις παραινέσεις των ίδιων των ηρώων. Ας τους ακούσουμε να μας καλούν
να ενδιαφερθούμε για την πρόοδο, για την προκοπή αυτού του τόπου,
αναλογιζόμενοι ότι το κοινό καλό συμβάλλει και στην προσωπική μας ευημερία. Ας
υιοθετήσουμε το δικό τους αδούλωτο και ελεύθερο φρόνημα. Ας είμαστε ενεργοί και
συνειδητοποιημένοι πολίτες που θα φροντίζουμε για τα κοινά με τον ίδιο ζήλο που
μεριμνούμε για τα του οίκου μας.
Αναμφίβολα, όλα τα προαναφερθέντα απέχουν κατά πολύ από
την επικρατούσα τάση στη σύγχρονη καταναλωτική κοινωνία, όπου προβάλλεται το
έχειν αντί για το είναι, το ατομικό έναντι του συλλογικού συμφέροντος. Και στις
μέρες μας όμως, όπως και σε όλες τις εποχές, υπάρχουν άνθρωποι που, πηγαίνοντας
αντίθετα στο ρεύμα, υπηρετούν υψηλές αξίες και ιδανικά, που φωτίζουν τη ζωή τη
δική τους και των γύρω τους, που ενεργούν με αυτοθυσία, που διαπνέονται από το
αίσθημα του χρέους. Μπορεί οι άνθρωποι αυτοί να μην προβάλλονται ως πρότυπα και
συχνά να περνούν απαρατήρητοι ανάμεσά μας, αλλά παράλληλα αποτελούν τη μαγιά,
που μπορεί να μας βγάλει από το σημερινό πνευματικό τέλμα στο οποίο
βρισκόμαστε. Στο κατά Λουκάν Ευαγγέλιο λέγεται ότι: «ο μεν θερισμός είναι
πολύς, οι δε εργάται ολίγοι» (Λκ 10, 2). Πράγματι, σε όλες τις εποχές μια μικρή μαγιά
ανθρώπων δημιουργεί μια πρόταση νοήματος ζωής και πολιτισμού.
Αυτή άλλωστε ήταν πάντοτε η ιδιαιτερότητα του ελληνισμού:
ότι κατέθετε πρόταση ζωής, παιδείας και πολιτισμού με οικουμενικό χαρακτήρα και
πανανθρώπινη αξία. Πρόταση στηριγμένη γερά στις ρίζες της παράδοσής μας, από
την οποία αντλούμε την προοπτική για το μέλλον. Αυτό το όραμα, αυτόν τον πολιτισμό ενσαρκώνουν και τα λόγια
του αγράμματου Ρουμελιώτη Μακρυγιάννη: «Είχα δυο αγάλματα περίφημα, μια γυναίκα
κι ένα βασιλόπουλο, ατόφια -φαίνονταν οι φλέβες, τόση εντέλειαν είχαν. Όταν
χάλασαν τον Πόρο, τά 'χαν πάρει κάτι στρατιώτες, και στ’ Άργος θα τα πουλούσαν
κάτι Ευρωπαίων· χίλια τάλαρα γύρευαν [...]. Πήρα τους στρατιώτες, τους μίλησα:
‘Αυτά, και δέκα χιλιάδες τάλαρα να σας δώσουνε, να μην το καταδεχτείτε να βγουν από την πατρίδα μας. Γι’ αυτά πολεμήσαμε’». Τα λόγια αυτά δεν εκφέρονται από έναν λόγιο, από έναν πεπαιδευμένο, αλλά από έναν αγράμματο αγωνιστή με το σώμα γεμάτο τραύματα, από τον γιο των τσοπάνηδων της Ρούμελης, που όμως ο Νομπελίστας Γ. Σεφέρης θεωρούσε δάσκαλό του. Τα λόγια του μαρτυρούν ότι ο λαός μας, όταν ξεσηκώθηκε για να απελευθερωθεί, κατείχε εκείνη τη βαθιά μόρφωση και παιδεία που μπορεί να αποτελέσει εστία φωτός και ελπίδας για τον ταραγμένο και αποπροσανατολισμένο σημερινό κόσμο μας. Κάθε φορά που μνημονεύουμε τους προγόνους μας και προστρέχουμε στην ιστορία, γεμίζουμε με θάρρος και ελπίδα, με φως και αλήθεια. Ας αποτελέσει η επανάσταση του 1821 τον φάρο και τον οδοδείκτη για το σήμερα και το αύριο της πατρίδας μας.
*Ο Νικόλαος Νούλας είναι Πρόεδρος
του Πνευματικού Κέντρου Ρουμελιωτών και Πρόεδρος των Λεοντείων Σχολείων. H ομιλία του εκφωνήθηκε στον Όσιο Λουκά στις 27 Μαρτίου 2022 για τον εορτασμό της Κήρυξης της Επανάστασης στη Ρούμελη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου