Η διαμόρφωση κάθε προοδευτικής νομοθετικής πρωτοβουλίας θα πρέπει να γίνεται λαμβάνοντας υπόψη το οικονομικό, κοινωνικό, δομικό πλαίσιο στο οποίο καλείται να εφαρμοστεί. Καθώς ζούμε σε μια παγκοσμιοποιημένη οικονομία και αγορά εργασίας, με την επίδραση της 4ης βιομηχανικής επανάστασης αλλά και της πανδημίας του κορωνοϊού στην εργασία να είναι ορατή, η Ελλάδα – όπως και άλλες χώρες – οφείλει να προσαρμόσει τη νομοθεσία σε αυτή τη νέα πραγματικότητα.
Ο ΟΟΣΑ υποστηρίζει ότι οι συλλογικές συμβάσεις θα πρέπει να ενεργοποιηθούν ξανά για να βοηθήσουν εργαζόμενους και επιχειρήσεις να κάνουν τη μετάβαση στη νέα εποχή της αυτοματοποίησης και της ηλεκτρονικής εποπτείας.
Στην Ελλάδα της οικονομικής κρίσης, η τάση είναι να υπογράφονται συμβάσεις μικρής διάρκειας με μειώσεις ή πάγωμα μισθών και αύξηση του ωραρίου εργασίας, με αποτέλεσμα να έχουμε φτάσει στην ντροπιαστική γενιά των 500 ευρώ.
Θα αλλάξει αυτό με τον νόμο Χατζηδάκη – Μητσοτάκη;
Με τις προτεινόμενες ρυθμίσεις, μάλλον το αντίθετο θα συμβεί καθώς το 8ωρο, το δικαίωμα στην απεργία, η προστασία από την απόλυση και το δικαίωμα των συλλογικών διαπραγματεύσεων σαρώνονται στο βωμό της υποτιθέμενης ανταγωνιστικότητας της οικονομίας. Γινόμαστε μάρτυρες της πλήρους στοχοποίησης της εργασίας, απελευθέρωσης των απολύσεων, αποθέωσης του απεργοσπαστισμού.
Με άλλοθι τον εκσυγχρονισμό της νομοθεσίας, κατακτήσεις των εργαζομένων που ήταν αποτέλεσμα των διεκδικήσεων και των αγώνων τους, με τη στήριξη και των σοσιαλιστικών κομμάτων, περνούν σε δεύτερη μοίρα. Η αρνητική ψήφος της ΝΔ στον Νόμο 1264/82 ήταν ανεκπλήρωτο απωθημένο για κατάργησή του, διότι ενοχλούσε εξ αρχής το εργοδοτικό κατεστημένο. Νέο φαινόμενο της συντηρητικής κυβέρνησης, η υλοποίηση του έργου της λειτουργικής αποκαθήλωσης των συνδικάτων, πλήττοντας έτσι ένα από τα βάθρα της δημοκρατίας!!!
Δεν θα σταθώ στις διατάξεις του νομοσχεδίου που αφορούν την κύρωση της Σύμβασης 190 της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας για την εξάλειψη της βίας και παρενόχλησης στον κόσμο της εργασίας ως και την κύρωση της Σύμβασης 187 της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας για το Πλαίσιο Προώθησης της Ασφάλειας και της Υγείας στην Εργασία. Ούτε στην ενσωμάτωση της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2019/1158 για την εναρμόνιση της επαγγελματικής και οικογενειακής ζωής, την οποία ο Υπουργός Εργασίας έχει καταστήσει «σημαία» προκειμένου να την χρησιμοποιήσει ως άλλοθι και με υπερβατικές δοξασίες να επεκτείνει τις ατομικές συμβάσεις σε όλους τους εργαζόμενους, αορίστου και ορισμένου χρόνου. Όχι για να μειώσω την σημασία τους. Κάθε άλλο. Αποτελούν βασικές ρυθμίσεις, που ως χώρα οφείλουμε να ενσωματώσουμε στο εθνικό μας δίκαιο. Δυστυχώς όμως, χρησιμοποιούνται ως «ελκυστικά» περιτυλίγματα ενός φαιδρού πολιτικού σχεδίου, για να «ξαναγράψει» η Νέα Δημοκρατία το ατομικό και συλλογικό εργατικό δίκαιο «τοις κείνων εντολαίς εκτελούσα».
Προσηλωμένη στον προκλητικά θατσερικό στόχο της, δεν διστάζει να αλλάξει την αγορά εργασίας στην κατεύθυνση της απόλυτης ευελιξίας, της μείωσης αποδοχών, της αποδυνάμωσης των συλλογικών διαπραγματεύσεων, της απόλυτης απορρύθμισής της. Αυτόν τον σκοπό εξυπηρετεί εξ άλλου και η μετατροπή του ΣΕΠΕ σε συνήγορο της αγοράς εργασίας, στερώντας του κάθε κοινωνική φυσιογνωμία.
Είναι πια φανερό ότι η Κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει την τάση να κρύβεται πίσω από τις καλές πρακτικές άλλων χωρών της ΕΕ, χρησιμοποιώντας κατά το δοκούν στοιχεία από την «ευρωπαϊκή πραγματικότητα». Προκειμένου να δικαιολογήσει τα προφανώς αδικαιολόγητα, συγκρίνει ανόμοια δεδομένα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η επίκληση υιοθέτησης ρυθμίσεων που ισχύουν σε άλλες χώρες της ΕΕ (π.χ. Ιταλία και Γαλλία) αποκρύπτοντας ταυτόχρονα πόσο ανόμοια είναι τα παραγωγικά μοντέλα τους, οι τομείς της οικονομίας, οι συνθήκες απασχόλησης, το βιοτικό επίπεδο, κλπ.
Μιλάει για εκσυγχρονισμό της αγοράς εργασίας αλλά αγνοεί ένα αδιαμφισβήτητο δεδομένο, ότι οι πιο χαμηλοί μισθοί παρουσιάζονται εκεί όπου η συλλογική διαπραγμάτευση είναι πιο αδύναμη. Αυτή τη φορά δεν νιώθει την ανάγκη να συγκρίνει τα δεδομένα την Ελλάδας με εκείνα της Ιταλίας καθώς στην χώρα μας μόνο το 25% των εργαζομένων καλύπτονται από συλλογικές συμβάσεις ενώ στη γειτονική χώρα το ποσοστό αυτό ανέρχεται στο 80%. Πρόκειται για δεδομένα του 2020 που δείχνουν επίσης ότι η κάλυψη αυτή μειώθηκε στην Ελλάδα κατά 75% σε σχέση με το 2000, ενώ στην Ιταλία παραμένει αμετάβλητη.
Αγνοεί επίσης τόσο την ανάγκη ενίσχυσης του κοινωνικού διαλόγου και των συλλογικών διαπραγματεύσεων όσο και τη διασφάλιση ενός αξιοπρεπούς κατώτατου μισθού, που επιτάσσονται από τη νέα πραγματικότητα.
Αδιαφορεί και για το ότι η χορήγηση ρεπό σε αντιστάθμισμα των υπερωριών, όπως και η αύξηση των υπερωριών σε 150 κατ’ έτος για όλους, οδηγεί στη μείωση του διαθέσιμου προς κατανάλωση εισοδήματος αλλά πρωτίστως στη μείωση της απασχόλησης.
Σίγουρα δεν αντιλαμβάνεται την σπουδαιότητα πρωτοβουλιών όπως εκείνη για την οποία η κυβέρνηση των σοσιαλιστών της Ισπανίας «άναψε» το «πράσινο» φως τον Μάρτιο του 2021 και αφορά ένα πιλοτικό πρόγραμμα τετραήμερης εργασίας για ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις. Πρόκειται για μια ιδέα η οποία κερδίζει ολοένα και περισσότερο έδαφος τα τελευταία χρόνια από τη Γερμανία μέχρι τη Νέα Ζηλανδία, δεδομένου ότι ειδικοί υποστηρίζουν ότι με τις 32 ώρες εργασίας θα αυξηθεί η παραγωγικότητα, θα βελτιωθεί η ψυχική υγεία των εργαζομένων και θα υπάρξει μεγάλο όφελος στον αγώνα κατά της κλιματικής αλλαγής.
Η Κυβέρνηση, αντί να επικεντρωθεί σε θετικές πρωτοβουλίες και σε μέτρα στήριξης της εργασίας, με το νομοσχέδιο Χατζηδάκη – Μητσοτάκη θεσμοθετεί μια νέα κανονικότητα. Προωθεί αντεργατικές και βαθιά αντικοινωνικές πολιτικές που βρίσκονται εκτός ελληνικής πραγματικότητας και της συνεχιζόμενης οικονομικής κρίσης, με κύρια χαρακτηριστικά την ακραία ευελιξία στην αγορά εργασίας και την έντονη επισφάλεια του εργατικού δυναμικού.
Το Κίνημα Αλλαγής, όχι μόνο το καταδικάζει, αλλά θα συνεχίσει να μάχεται για ένα νέο παραγωγικό μοντέλο ασφαλούς και αξιοπρεπώς αμειβόμενης εργασίας, για την κοινωνική δικαιοσύνη του παρόντος και του μέλλοντος.
*Άρθρο Γιώργου Μουλκιώτης στο «Έθνος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου