Όπως δήλωσε ο πρόεδρος της ΚΕΕ, κ. Κωνσταντίνος Μίχαλος: «Είναι γνωστό ότι η Ελλάδα συνορεύει – και ανταγωνίζεται – με χώρες με πολύ χαμηλότερους συντελεστές. Σε γειτονικές χώρες – μέλη της Ε.Ε. όπως είναι η Βουλγαρία και η Κύπρος, ισχύουν συντελεστές της τάξης του 10% και 12,5% αντίστοιχα. Στην Ελλάδα ο φορολογικός συντελεστής φθάνει από φέτος το 29% και είναι ο υψηλότερος μεταξύ των χωρών της ευρύτερης περιοχής των Βαλκανίων, συμπεριλαμβανομένων της Τουρκίας και της Ιταλίας. Οι εργοδοτικές εισφορές κοινωνικής ασφάλισης (24,6%) είναι 10% μεγαλύτερες από τον μέσο όρο των γειτονικών χωρών (15,2%) και οι δεύτερες υψηλότερες μετά την Ιταλία. Ο Φ.Π.Α. (23%) είναι ο τρίτος υψηλότερος, ενώ η συνολική φορολογική επιβάρυνση για τις ελληνικές επιχειρήσεις, ανέρχεται στο 51,9% των εσόδων τους, ποσοστό μεγαλύτερο κατά 18% από τον μέσο όρο των γειτονικών χωρών.
Στο πλαίσιο αυτό, τα Επιμελητήρια επαναφέρουν την πρόταση για ουσιαστική μείωση των φορολογικών συντελεστών. Κεντρικά σημεία της πρότασης είναι η μείωση του βασικού εταιρικού φόρου στο 15%, ο περιορισμός του συντελεστή της φορολογίας των
επιχειρήσεων ως προς τον τζίρο τους, σε επίπεδο που να μην υπερβαίνει το 35%, καθώς και η μείωση κατά 50% των υφιστάμενων ποσοστών προκαταβολής φόρου. Παράλληλα, προτείνονται μια σειρά από διοικητικά μέτρα με σκοπό την άρση των εμποδίων για το επιχειρείν, όπως το μέτρο της αυτο-πληροφόρησης του Δημοσίου.
Οι φορολογικές διευκολύνσεις προς τις επιχειρήσεις σαφώς δεν προτείνονται για να μειωθεί η συνεισφορά του επιχειρηματικού κόσμου. Αντίθετα, στόχος είναι να λειτουργήσουν ως κίνητρο για την αύξηση των επενδύσεων, για τον περιορισμό της φοροδιαφυγής και την αύξηση των φορολογικών εσόδων από την άνοδο της οικονομικής δραστηριότητας και την αποκατάσταση της κερδοφορίας. Δυνατές επιχειρήσεις σημαίνει δυνατή οικονομία και θέσεις εργασίας».