Πέμπτη 13 Νοεμβρίου 2014

Αικ. Πολυμέρου - Καμηλάκη: «Ελληνικότητα είναι να έχουμε αυτοεκτίμηση σε ό,τι είμαστε»

ΓΕΥΜΑ ΜΕ ΤΗΝ «Κ» , Συνέντευξη στη ΓΙΟΥΛΗ ΕΠΤΑΚΟΙΛΗ-
Εικονογράφηση: Tιτίνα Χαλματζή.

Επειτα από 40 χρόνια στο Κέντρο Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών, τα μισά από αυτά ως διευθύντρια, πέρυσι, η κ. Αικατερίνη Πολυμέρου - Καμηλάκη, συνταξιοδοτήθηκε. Πλην του τίτλου της, όμως, που σήμερα είναι «τ. Διευθύντρια-άμισθη επιστημονική συνεργάτρια», τίποτα άλλο δεν έχει αλλάξει. Από το πρωί μέχρι το απόγευμα, βρίσκεται στο γραφείο της στο νεοκλασικό της οδού Ηπίτου και όταν δεν είναι εκεί, ταξιδεύει σε ολόκληρη την Ελλάδα δίνοντας διαλέξεις για το ελαιόλαδο, την κυκλαδίτικη γαστρονομία, για παραδοσιακές τεχνικές, για ποικίλες όψεις του λαϊκού υλικού βίου και πολιτισμού.

«Δεν κάθομαι εύκολα. Φεύγω πάντα μπροστά» σχολιάζει χαμογελώντας. Ακούγεται, βέβαια, λίγο οξύμωρη αυτή η φράση όταν προέρχεται από μια γυναίκα που έχει αφιερώσει τη ζωή της στην παράδοση και στον λαϊκό πολιτισμό προσπαθώντας μέσα από επιτόπια έρευνα, διδασκαλία, επιστημονικά άρθρα, εκθέσεις, μελέτες, εκδόσεις, να διασώσει και να προωθήσει την τοπικότητα, την άυλη πολιτιστική κληρονομιά, τη χειροτεχνία, τα παραδοσιακά προϊόντα - είναι η πρώτη που κατέγραψε πιο συστηματικά σε μια τρίγλωσση έκδοση, τα ελληνικά επώνυμα τοπικά προϊόντα από τα οποία αργότερα προέκυψαν τα ΠΟΠ. «Πάντα θεωρούσα και θεωρώ ακόμη ότι ο λαϊκός πολιτισμός είναι ένα δυναμικό σύστημα που δεν έχουμε καταλάβει πόσο πολύτιμο μας είναι για να σταθούμε ως κράτος και πόσο μπορεί να μας βοηθήσει να πάμε λίγο παραπέρα συμβάλλοντας αποφασιστικά στην ανάπτυξη της οικονομίας» σημειώνει. Για πολλούς όμως η παράδοση είναι ταυτισμένη με τη συντήρηση, της επισημαίνω.

«Ναι, γιατί στον περισσότερο κόσμο, από ένα σημείο και μετά ο λαϊκός πολιτισμός θύμιζε όχι μόνο κάτι το παρωχημένο αλλά παράλληλα και την ταλαιπωρία, τις κακουχίες του ελληνικού λαού. Ολα αυτά θεωρήθηκε ότι έπρεπε να φύγουν. Γι’ αυτό και οι γυναίκες στην επαρχία πετούσαν τα υφαντά ή τα κεντήματα, και αγόραζαν τα φανταχτερά, τα καινούργια. Μεσολάβησε ο Εμφύλιος ο οποίος δημιούργησε ένα ρήγμα στις κοινωνίες. Και ακολούθησαν οι δεκαετίες του ’60 και του ’70 που ήταν οδυνηρές για την παράδοση. Η Χούντα τη χρησιμοποίησε για δικούς της λόγους σε σημείο ευτέλειας. Το αποτέλεσμα ήταν κανείς να μην ασχολείται πια με αυτά τα πράγματα και έτσι η παράδοση να μην ανανεώνεται. Και όταν δεν ανανεώνεται, γίνεται συντήρηση. Τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν από τις αρχές του ’80 και έπειτα, όταν πλέον δεν υπήρχαν λόγοι να ντρέπεται κανείς για τον τόπο καταγωγής του».

Επαφή με τη φύση

Η κ. Καμηλάκη γεννήθηκε το 1950 στην Τσαγκαράδα του Πηλίου. Παιδί λιγογράμματων αλλά φιλοπρόοδων αγροτών, χαρακτηριστική εκπρόσωπος αυτής της γενιάς από την επαρχία, που με ελάχιστα εφόδια κατάφερε να προκόψει, να ξεχωρίσει, να δημιουργήσει. Μιλάει με μεγάλη περηφάνια και τρυφερότητα για τον τόπο της. «Στην Τσαγκαράδα πήγα στο Οικονομικό Γυμνάσιο του χωριού που υπήρχε τότε, κληροδότημα από τους Αιγυπτιώτες Τσαγκαραδιώτες. Εξαιρετικό σχολείο, καλλιμάρμαρο και με πολύ καλούς δασκάλους. Ηταν μεγάλο δώρο για μένα αυτή η καθημερινή διαδρομή από το σπίτι στο σχολείο μέσα από το καλντερίμι. Παρακολουθούσα την αναγέννηση της Φύσης, την πορεία των φυτών, τις εποχές, τα μανιτάρια. Και τώρα ακόμη όταν σκέφτομαι ένα ωραίο ντεκόρ για να βάλω στις σκέψεις μου, είναι η Τσαγκαράδα. Είναι ένας τόπος που σε γυμνάζει να είσαι ανθεκτικός στα στοιχεία της Φύσης και σου δίνει μεγάλες δυνάμεις για τα δύσκολα στη ζωή. Συχνά, πήγαινα και στα χωράφια. Ειδικά όταν ήταν η εποχή για τα κάστανα, τώρα δηλαδή, εγώ και οι δύο αδελφές μου έπρεπε το μεσημέρι τελειώνοντας το σχολείο να πάμε στο χωράφι και να βοηθήσουμε. Ολη αυτή η επαφή με τη Φύση, το να γνωρίζω κάθε τι που φυτρώνει σε κείνα τα μέρη, με βοήθησε πάρα πολύ αργότερα όταν ασχολήθηκα με τα βότανα και τη διατροφή».

Μετά το οικονομικό Γυμνάσιο ακολούθησαν σπουδές στη Φιλοσοφική Αθηνών. «Πήρα το πτυχίο μου κατέθεσα τα χαρτιά μου και διορίστηκα σε ένα γυμνάσιο. Εν τω μεταξύ είχα δώσει εξετάσεις στην Ακαδημία Αθηνών και πέρασα ως συντάκτρια τότε, το 1974, στο Κέντρο Λαογραφίας. Αυτός ήταν ο στόχος μου. Ηθελα να ασχοληθώ με τον τόπο. Αγαπούσα τα έθιμα, τις παραδόσεις, τον λαϊκό πολιτισμό. Ηθελα να ανακαλύψω τη σοφία που κρύβει. Αν με ρωτάτε λοιπόν, ναι, ήταν μια απολύτως συνειδητή επιλογή. Ολα αυτά τα χρόνια γυρνούσα όλη την Ελλάδα σαν τον Κοσμά τον Αιτωλό, πιστεύοντας ότι αυτός ο τόπος έχει ανάγκη από την καταξίωσή του στη νεότερη κληρονομιά».

Μόνη ελπίδα οι μορφωμένοι νέοι που επιστρέφουν στον τόπο τους

«Ελληνικότητα είναι να έχουμε αυτοεκτίμηση σε ό,τι είμαστε» συνεχίζει η κ. Αικατερίνη Πολυμέρου - Καμηλάκη. «Να αγαπούμε τον τόπο μας και να πιστεύουμε ότι έχει δυνάμεις οι οποίες θα μπορούσαν εάν τις αξιοποιήσουμε να μας δώσουν ένα καλύτερο μέλλον. Οταν δεν τιμάς τον νεότερο πολιτισμό σου, δεν μπορείς να έχεις απαιτήσεις να σε σέβονται οι άλλοι. Είναι πολύ καλό το ότι ζούμε εδώ που έζησαν οι αρχαίοι μας πρόγονοι και δημιούργησαν ό,τι δημιούργησαν, αλλά το να κρυβόμαστε πίσω από τις κολώνες δεν έχει κανένα νόημα. Εμείς είμαστε αυτοί που είμαστε τώρα». Οταν η συζήτηση οδηγήθηκε στον αγροτικό χώρο, η κ. Καμηλάκη δηλώνει: «Θα ήθελα πάρα πολύ να γίνω υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης. Θα έπρεπε το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης να είναι το βασικό μας πλοίο με το οποίο θα ταξιδεύουμε». Ως επιστημονική συνεργάτρια σε προηγούμενους υπουργούς Αγροτικής Ανάπτυξης, πήγαινε αποστολές στην επαρχία, «όπως κάνουμε όλοι οι ερευνητές του Κέντρου, για να κάνω επιτόπια έρευνα και καταγραφή. Κάθε φορά διαπίστωνα ότι κανείς δεν ενημέρωνε κανέναν για το τι μέλλει γενέσθαι όσον αφορά τις καλλιέργειες. Για το αν μια καλλιέργεια έπρεπε να αντικαταστήσει μια άλλη. Ολα γίνονταν πρόχειρα και χωρίς προγραμματισμό κεντρικό και τοπικό. Αυτό το πληρώνουμε σήμερα διπλά και τριπλά. Αφήσαμε ενδημικές καλλιέργειες, χάσαμε ποικιλίες φυτών και στοιχηθήκαμε πίσω από ευρωπαϊκές ιδέες. Η ευρωπαϊκή ιδέα είναι πολύ καλή αλλά όταν την αξιοποιήσεις με βάση κάποιες μελέτες. Δεν υπήρξε ενημέρωση λοιπόν και δεν έγιναν υποδομές. Οι άφθονες επιδοτήσεις το μόνο που έκαναν ήταν να ανεβάσουν τις καταθέσεις στις τράπεζες της επαρχίας και να δημιουργήσουν μια υλικοτεχνική υποδομή στα σπίτια. Αυτό σημαίνει ότι έχουμε χάσει απίστευτες ευκαιρίες ενώ θα μπορούσαμε να είμαστε ο κήπος της Εδέμ».

Σήμερα όμως υπάρχει τάση επιστροφής στην τοπικότητα. «Φυσικά. Τώρα η Ευρωπαϊκή Ενωση λέει “επιστρέψτε στο τοπικό’’. Εμείς όμως πρέπει να φτιάξουμε από την αρχή ένα καινούργιο πρόσωπο. Η μόνη ελπίδα θεωρώ ότι είναι οι πεπαιδευμένοι πλέον νέοι αγρότες οι οποίοι επιστρέφουν συνειδητά στον τόπο τους. Η βασική μας κακοδαιμονία ήταν ότι δεν είχαμε επαρκή παιδεία ώστε να κρατήσουμε αυτά που μας χρειάζονταν και να πετάξουμε τα άχρηστα. Οι νέοι αγρότες μπορούν να αλλάξουν την κατάσταση, λειτουργώντας σε ένα πλαίσιο συνεργασίας, εμπιστοσύνης και διαφάνειας. Με τη φιλοσοφία των συνεταιρισμών δηλαδή. Το κακό είναι ότι ακόμη και η τόσο όμορφη αυτή λέξη, έχει φορτιστεί αρνητικά, έχει φθαρεί λόγω της κακής διαχείρισης που έγινε στους συνεταιρισμούς».

Μέχρι πρόσφατα τα υφαντά της Αράχωβας φτιάχνονταν στην Ινδία

– Πώς θα μπορούσε ο λαϊκός πολιτισμός να δώσει ώθηση στην οικονομία;

– Αυτό με απασχολεί και μένα και γι’ αυτό τα τελευταία χρόνια προσπάθησα να ανοίξω ένα διάλογο με όλη την επαρχία, με την τοπική αυτοδιοίκηση, κάνοντας διαλέξεις, προσπαθώντας να ξυπνήσω λίγο τα πατριωτικά τους αντανακλαστικά, όχι τόσο σαν κράτος αλλά τοπικιστικά. Να τους ξυπνήσω την αγάπη για τον τόπο. Τι είναι η αγάπη στον τόπο; Είναι βασικά πράγματα. Το περιβάλλον, οι καλλιέργειες -δηλαδή τα προϊόντα μας, ενδημικά του χώρου- η διατροφή και η χειροτεχνία. Τέσσερις μεγάλοι πυλώνες.

Οπως είπαμε υπάρχει μια τάση επιστροφής στην τοπικότητα και σε πιο καθαρές καλλιέργειες, κυρίως, από νέα παιδιά με παιδεία που έχουν καταλάβει ότι όλο αυτό το υλικό που έχουμε κληρονομήσει δεν είναι άχρηστο. Το έχουν αξιοποιήσει ως πολύτιμο πρώτα μέσα τους και μετά προσπαθούν να το αξιοποιήσουν με ποικίλους τρόπους. Το ενδιαφέρον για ό,τι είναι αυθεντικό και γνήσιο είναι μια αντίδραση στις ριζικές αλλαγές που έφερε η παγκοσμιοποίηση.

Η αύξηση του διεθνούς εμπορίου, η εξάπλωση των πολυεθνικών εταιρειών με τα τυποποιημένα προϊόντα και η βαθμιαία ομογενοποίηση της παραγωγής αγαθών έχει στρέψει μεγάλο αριθμό καταναλωτών πίσω στο παρελθόν. Είναι διατεθειμένοι να καταναλώσουν προϊόντα που είναι αληθινά, εξασφαλίζουν την ποιότητα και δεν έχουν μολυνθεί από αυτό που οι πολλοί άνθρωποι υπολήπτονται ως εκσυγχρονισμό. Αυτή η νέα τάση σηματοδοτεί μια μεγάλη ευκαιρία για τους λαούς να αξιοποιήσουν αιωνόβιες μεθόδους για την παραγωγή και μεταποίηση παραδοσιακών προϊόντων που σίγουρα έχουν διανύσει μακρά πορεία στην περιοχή και έχουν συγκεκριμένες ιδιότητες. Αυτό που για τον εικοστό κυρίως αιώνα ήταν το σύνθημα ζωής και οδήγησε στην αποδιοργάνωση της αγροτοποιμενικής ζωής, την εξαφάνιση της τοπικότητας των παραδοσιακών δομών και πολιτισμών, και τη δημιουργία υδροκέφαλων αστικών κέντρων και μονοκαλλιεργειών, αποτελεί στον 21ο αιώνα παράδειγμα προς αποφυγήν. Γίνονται πολλές προσπάθειες, δεν είμαι απαισιόδοξη. Νομίζω ότι αν αυτές οι προσπάθειες είχαν και ουσιαστική στήριξη, θα πηγαίναμε ακόμη καλύτερα.

– Τα προϊόντα ΠΟΠ (προϊόντα ονομασίας προέλευσης) πόσο σημαντικά είναι για μας;

– Το 1994 ξεκίνησα να δουλεύω πάνω στα προ-ΠΟΠ προϊόντα. Σήμερα, έχουμε κατοχυρώσει στην Ευρωπαϊκή Ενωση 102 προϊόντα ΠΟΠ. Είναι επιτυχία. Τα ΠΟΠ ήταν μια καλή ιδέα της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Εμείς έχουμε βέβαια ένα πρόβλημα. Ενώ τρέχουμε να κατοχυρώσουμε προϊόντα δεν έχουμε τη δυνατότητα να τα αξιοποιήσουμε όσο θα έπρεπε ούτε αρκετή παραγωγή για να διαθέσουμε στην αγορά. Να σας φέρω ένα παράδειγμα. Ενα προϊόν το οποίο έχει τρία ΠΟΠ είναι το φυστίκι Αιγίνης. Το κελυφωτό της Φθιώτιδας, του Μαρκόπουλου και αυτό της Αίγινας. Τόση παραγωγή φυστικιού δεν έχουμε για να έχουμε τρία ΠΟΠ. Θα μπορούσαμε να έχουμε ένα πιο «ισχυρό». Τα λάδια επίσης. Εχουμε περίπου τριάντα ΠΟΠ και μάλιστα συχνά σε πολύ κοντινές αποστάσεις. Πάντως, σε γενικές γραμμές η ιστορία των ΠΟΠ πήγε καλά σε αντίθεση με τα θέματα άυλης κληρονομιάς που εξελίσσονται πολύ αργά, ενώ έχουμε τη δυνατότητα να κατοχυρώσουμε στον παγκόσμιο χάρτη έθιμα και παραδόσεις, τραγούδια και δρώμενα ή τεχνικές όπως η ναυπηγική, η μαρμαροτεχνία, η υφαντική. Η Αράχωβα παρήγε υφαντά. Μέχρι πρόσφατα τα υφαντά της Αράχωβας φτιάχνονταν στην Ινδία. Τα τελευταία χρόνια έχει γίνει σοβαρή προσπάθεια και παράγονται υφαντά στην Αράχωβα. Πρόσφατα ήμουν εκεί και μπροστά μου ήρθε ένα πούλμαν με Ιάπωνες που ήθελαν να δουν τη διαδικασία. Φυσικά, έφυγαν με αρκετές σακούλες. Αυτό δεν είναι ανάπτυξη;

– Τι έχετε κερδίσει από όλα αυτά τα χρόνια επαφής με τον λαϊκό μας πολιτισμό;


– Αν μιλήσω για μένα μπορώ να πάω σε κάθε γωνιά της Ελλάδας και να έχω ένα κρεβάτι και ένα πιάτο φαΐ, αυτή την ανεκτίμητη ανθρώπινη ζεστασιά που νιώθει κανείς. Αν μιλήσω για το Κέντρο και τη συλλογική, σκληρή δουλειά που γίνεται απ’ όλους, πιστεύω ότι καταφέραμε να ανοίξουμε μια πόρτα. Κατακτήσαμε την εξωστρέφεια σε σημαντικό βαθμό. Πρέπει να καταλάβουμε ότι η παράδοση είναι ένας ζωντανός οργανισμός που συγκρατεί έναν κεντρικό πυρήνα παραδοσιακών αξιών και εννοιών και ανανεώνεται με νέα στοιχεία, κυρίως στον τομέα της τεχνογνωσίας. Μια κοινωνία ανανεώνει την παράδοσή της στον βαθμό που η ίδια προχωρά μέσα από τη γνώση και την παιδεία της.
Πηγή www.kathimerini.gr 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου